«Χαρές και λύπες στην Ελληνική εκπαίδευση» – ή, από τη θεωρία στην πράξη

Στο βήμα ο καθηγητής κ. Φάνης Ι. Κακριδής, εισηγητής στο Διήμερο.

«Χαρές και λύπες στην Ελληνική εκπαίδευση» – ή, από τη θεωρία στην πράξη

του Φάνη Ι. Κακριδή, Ομότιμου καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Κυρίες του Προεδρείου,

κ. Λυκειάρχισσα,

συνάδελφοι εκπαιδευτικοί,

κυρίες και κύριοι.

Ευχαριστώ για τη σκέψη σας να με προσκαλέσετε να μιλήσω κι εγώ σε τούτη την ελπιδοφόρα εκδήλωση, αν και είμαι λιγότερο ειδικευμένος από τους εκλεκτούς συνομιλητές μου, που σίγουρα και ήταν και θα είναι αύριο ουσιαστικότεροι.

Από τη μεριά μου δεν μπορώ παρά να χαιρετήσω την απόφαση του σχολείου να πάρει το όνομα «Μίλτος Κουντουράς», τιμώντας ένα φωτισμένο παιδαγωγό και υπόσχοντας ν’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια του. Τ’ αχνάρια του – λέω – και την κατεύθυνσή του, όχι τη μοίρα του. Γιατί όσο ο τόπος κι ο λαός μας το έχουν καμάρι τους πως γεννούν κι αναθρέφουν και άξιους παιδαγωγούς δίπλα σε πλήθος άλλους διαλεχτούς εργάτες της επιστήμης και της τέχνης, τόσο παλιά κατάρα το θέλει – κιόλας από τον καιρό του Σωκράτη – η Ελληνική Πολιτεία, θαρρείς, ιδιαίτερα τους παιδαγωγούς να τους κατατρέχει.

Στο Διδασκαλείο της Θεσσαλονίκης και στο Υπουργείο Παιδείας ο Κουντουράς έδρασε από το 1927 ως το 1933 οπότε απολύθηκε στο πλαίσιο κάποιας κάθαρσης.

Ο Δελμούζος είδε τρεις φορές το πρωτοπόρο εκπαιδευτικό του έργο να γκρεμίζεται, το 1911 στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Βόλου, το 1926 στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, το 1935 στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.

Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με άλλες εξίσου φωτεινές μορφές, που όλες αργά ή γρήγορα βρήκαν αντίμαχο και φωτοσβέστη απέναντί τους το επίσημο Κράτος. Γιατί; Αν διώκονταν μόνο τα πρόσωπα θα λέγαμε πως ίσως κάποιοι άλλοι φρόντισαν ν’ ανακόψουν τη δράση τους για να τα δυσφημίσουν από καθαρό φθόνο ή και για να προωθήσουν δικές τους φιλοδοξίες. Βλέπουμε, όμως, μαζί με τα πρόσωπα να διώκονται και οι ιδέες, ν’ αναστρέφονται ρεύματα, να στήνονται οδοφράγματα στην πρόοδο και στην εκπαίδευση, όπου κάθε νεωτεριστικό βήμα περνά για να εδραιωθεί του «λιναριού τα πάθη» και είναι φορές που τελικά ματαιώνεται. Γιατί;

Κοιτούμε πίσω μας τα τελευταία 30 χρόνια. Η μεγάλη εκπαιδευτική εξόρμηση του ’63 – ’64 με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, με τον Λουκή Ακρίτα, με τον Γιώργο Μυλωνά και τον Ευάγγελο Παπανούτσο, βέβαια, στο τιμόνι του Υπουργείου Παιδείας, βαλτώνει από την αποστασία του ’65 και ακυρώνεται με τη χούντα που μας ξαναγύρισε στη δεκαετία του ’50 – αν όχι και πιο πίσω.

Με τη μεταπολίτευση του ’74 οι εκπαιδευτικές ανάγκες ξαναγυρίζουν στο προσκήνιο με αιχμή τα Πανεπιστημιακά, όπου το φοιτητικό κίνημα έχει δύναμη, δικαιολογημένη, καθώς στηρίζεται στις μεγάλες αντιστασιακές στιγμές της Νομικής και του Πολυτεχνείου.

Όμως η εποχή είναι ταραγμένη και καθυστερούμε. Μόλις το 1976 συγκροτείται και συνεδριάζει μία μεγάλη Επιτροπή Παιδείας με την παρουσία του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και με βασικό εισηγητή τον Ευάγγελο Παπανούτσο, που ήταν τότε βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου, δηλαδή της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.

Αυτή είναι η μοναδική, όσο βλέπω, περίπτωση ισχυρής Κυβέρνησης που στοχεύοντας σε μια μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης δεν δίστασε ν’ αξιοποιήσει στελέχη της αντίπαλης παράταξης – ναι, ακόμα και ν’ αποδεχτεί κάποιες αρχές και να νομοθετήσει μέτρα που αναιρούσαν τη βασική συντηρητική της γραμμή – αυτή η περίπτωση θα έπρεπε να γίνει παράδειγμα για το πώς ενωμένα τα κόμματα, ξεπερνώντας τις διαφορές τους, υπηρετούν σωστά το εθνικό θέμα της εκπαίδευσης, αλλά δεν έγινε.

Η Κυβέρνηση Καραμανλή με Υπουργό τον Γεώργιο Ράλλη προχώρησε πολύ. Κατάργησε, επιτέλους, την καθαρεύουσα, μια τροχοπέδη που μας βασάνιζε από πολύ παλιά κιόλας απ’ τα Ρωμαϊκά χρόνια, αναμόρφωσε τα αναλυτικά προγράμματα, χωρίζοντας την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση όλων των μαθητών, από το τρίχρονο Λύκειο, που προορίζεται για όσους θέλουν να προχωρήσουν. Και στο μάθημα των Αρχαίων αποδέχτηκε – πολύ σωστά – ότι οι μαθητές του Γυμνασίου έχουν μεγαλύτερο κέρδος αν γνωρίσουν από μετάφραση ένα σημαντικό μέρος της αρχαίας γραμματείας, σχηματίζοντας έτσι μια ουσιαστική εικόνα για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, παρά αν χρονοτριβούν μαθαίνοντας γλωσσικά στοιχεία της Αττικής διαλέκτου, που οι περισσότεροι δε θα τ’ αξιοποιούσαν ποτέ.

Όλα σωστά. Και μας βοήθησαν όταν το 1980 παρουσιάσαμε το φάκελο της υποψηφιότητάς μας και γίναμε δεκτοί ως ισότιμο μέλος στην Ενωμένη Ευρώπη.

Ωστόσο, τρεις μέρες κράτησε κι αυτό το θάμα. Η απροθυμία των μετέπειτα Κυβερνήσεων να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν τις αποφασιστικές κινήσεις του ’76, ήταν ολοφάνερη.
Και χρειάστηκε να περάσουν 5 χρόνια και να γυρίσει φύλλο η πολιτική μας για να καταργηθεί, επιτέλους, και το πολυτονικό, να ελευθερωθούν ώρες για μια ουσιαστική – κι όχι μόνο ορθογραφική – διδασκαλία της γλώσσας μας.

Το ενδιαφέρον για τα Νέα Ελληνικά συνεχίστηκε. Αποχτήσαμε σωστά βιβλία στο Δημοτικό, η Γλώσσα μου, σωστά βιβλία στο Γυμνάσιο, Νεοελληνική Γλώσσα, στο Λύκειο η σειρά Έκφραση – Έκθεση υπόσχεται πολλά. Και τα κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας υπηρετούν μ’ επιτυχία τον σκοπό τους.
Την ίδια τότε εποχή, από το 1981 ως το 1985, εγκαινιάζονται δύο νέοι θεσμοί: Τα Πολυκλαδικά Λύκεια και οι Σχολικοί Σύμβουλοι που αντικατέστησαν στο καλύτερο – κι όχι μόνο ως όνομα – τους Επιθεωρητές.

Δε θα μιλήσουμε για πράγματα που εσείς τα ζήσατε κι εγώ κοιτούσα απ’ έξω. Όμως θα σημειώσουμε ότι πολύ γρήγορα, από το 1986 κιόλας η μεταρρυθμιστική ορμή έχει ξεθυμάνει, ότι δε στηρίχτηκαν όσο θα έπρεπε οι καινούργιοι θεσμοί, που η επιτυχία τους έμεινε πια να κρέμεται από τις πρωτοβουλίες κι από την αυταπάρνηση των προσώπων που τους υπηρετούν. Κι ακόμα εμφανίστηκαν, πριν ακόμα μεταβληθεί η πολιτική κατάσταση, τάσεις επιστροφής σε παλαιότερα σχήματα. Κι αυτές οι τάσεις ενισχύθηκαν, όπως ήταν φυσικό, με τις κυβερνητικές αλλαγές και με την αβεβαιότητα του ’89 – ’90.

Το πρώτο συγκεκριμένο πρόγραμμα, αυτό που ξεκίνησε να υλοποιηθεί το 1991, ήταν ολοφάνερα επιστροφικό πρόγραμμα. Κι αποτελεί από τη μια χαρά να διαπιστώνουμε πως σκόνταψε στη θέληση ενός εκπαιδευτικού μετώπου που αδέρφωνε καθηγητές και μαθητές, από την άλλη μεγάλη λύπη όταν θυμόμαστε τι κόστισε η ματαίωσή του.

Ακολουθεί – και κρατάει ακόμα – μια αποκαρδιωτική περίοδος που θα είχαμε κάθε λόγο να την ονομάσουμε περίοδο της Κυβερνητικής υποκρισίας, τόσο που απέχουν θεωρία και πράξη.
Ακούμε συνεχώς τη λέξη «διάλογο». Μα διάλογος δε βλέπουμε να γίνεται κανείς. Μας πληροφορούν κάθε τόσο πως εξασφαλίστηκαν οι πιστώσεις για να λυθεί, επιτέλους, το κτιριακό. Μα τα σχολεία μας εξακολουθούν να δουλεύουν με βάρδιες.

Υπόσχονται πως θ’ αλλάξει το σύστημα των Γενικών Εξετάσεων, να λείψει ο βραχνάς και να δουλέψουμε και στο Λύκειο ελεύθερα. Αλλά αμέσως βιάζονται να μας πουν ότι το θέμα απαιτεί ακόμα πολλή μελέτη γιατί, οπωσδήποτε, η αλλαγή, όταν κι αν αποφασιστεί, θ’ αργήσει για να μην αιφνιδιαστούμε, μας λένε.

Μας λένε πως θα εκσυγχρονιστούν τα προγράμματα. Και το μόνο που βλέπουμε είναι να ξαναγυρίζει η γλωσσική διδασκαλία των Αρχαίων και του αρχαϊσμού στην υποχρεωτική εκπαίδευση και να πληθαίνουν οι διδακτικές ώρες και οι ενδιάμεσες εξετάσεις.

Και ύστερα από κάθε κυβερνητική αλλαγή διαβάζουμε για μιαν ακόμα Επιτροπή που θα γνωματεύσει συμβουλευτικά για τα προβλήματά μας.

Αλλάζουν οι Επιτροπές, αλλάζουν οι Υπουργοί και οι Κυβερνήσεις αλλάζουν, αλλά τα προβλήματα μένουν και η λύση τους γίνεται ολοένα δυσκολότερη, όσο καθυστερούμε. Συμβαίνει αυτό γιατί στο κτιριακό, στο πρόβλημα των Γενικών Εξετάσεων και των προγραμμάτων έχει στο μεταξύ προστεθεί ένα ακόμη πρόβλημα , το πρόβλημα του προσωπικού.

Από οικονομική και κοινωνική άποψη το επάγγελμα του δασκάλου ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό. Έτσι, καθηγητές και δάσκαλοι γίνονταν από παλιά μόνο όσοι το θέλανε – και ήταν αρκετοί.

Τώρα, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του Υπουργείου παραπέμπει ως επιτυχόντες στις Παιδαγωγικές και Καθηγητικές Σχολές, όχι μόνο όσους τις έχουν πρώτη επιλογή, αλλά και όσους θα ήθελαν, παράδειγμα, Νομικά, αλλά «πέτυχαν» στη Φιλολογία. Όσους θα προτιμούσαν Μηχανολόγοι, αλλά μάζεψαν μόρια που δε φτάνουν παρά μόνο για το Μαθηματικό. Όσους φιλοδοξούσαν να γίνουν Οικονομολόγοι, αλλά «κατάντησαν» δάσκαλοι.

Αν σ’ αυτό προσθέσουμε ότι πλήθος Παιδαγωγικά Τμήματα δεν έχουν αρκετό προσωπικό, ότι οι λεγόμενες Καθηγητικές Σχολές ποτέ δεν προσάρμοσαν τα προγράμματά τους στις πραγματικές ανάγκες όσων προορίζονται να διδάξουν στη Μέση Εκπαίδευση, ότι από το πτυχίο στο διορισμό μεσολαβούν τουλάχιστον 6 – συνήθως περισσότερα – χρόνια κι ότι η μετεκπαίδευση κάθε άλλο παρά εκπληρώνει τον πραγματικό της σκοπό.

Αν τ’ αναλογιστούμε όλα αυτά αθροιστικά, τότε θα καταλάβουμε ότι γρήγορα τούτο το πρόβλημα, πρόβλημα ανθρώπινου δυναμικού, θα επισκιάσει όλα τ’ άλλα. Αν δεν το λύσουμε – και μάλιστα σύντομα – κινδυνεύουμε, κάθε κατοπινή προσπάθεια, παράδειγμα στο θέμα εφαρμογής νέων προγραμμάτων, να είναι μάταιη γιατί δε θα έχουμε εκπαιδευτικούς κατάλληλους να τη στηρίξουν.

Κυρίες και κύριοι, θα μπορούσαμε πολλά και συγκεκριμένα ν’ απαριθμήσουμε, απαραίτητα για να σταματήσει τούτη η διάσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, να επανορθωθούν τα σφάλματα, να προχωρήσουμε στο καλό και πάλι στο καλύτερο, αλλά θα προτιμήσουμε έναν πιο αισιόδοξο και συνάμα πιο ρεαλιστικό τρόπο σκέψης.

Κάπου στα 1911 ο Βασίλειος Τατάκης, ο ιστορικός της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, ήταν μαθητής της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης. Ήταν τότε το πιο προοδευτικό σχολειό του Ελληνισμού. Και στ’ απομνημονεύματά του διηγείται που μια μέρα ο φιλόλογος ανέβηκε στην έδρα και είπε για έναν μαθητή, τον Τσιμπίδα: «Ακούτε να δείτε, έγραψε την έκθεσή του στη χυδαία, στην μαλλιαρή γλώσσα. Χρησιμοποιεί το –ουν αντί του –ούσι, γράφει λέγουν αντί λέγουσι. Να κι εγώ τι κάνω.» Πήρε το τετράδιό του, το έσκισε, του το πέταξε στο πρόσωπο και του είπε: «Χάσου από μπρος μου.»

Σήμερα ο φανατικός αρχαϊσμός έλειψε. Όπως σταμάτησε και η παιδαγωγική του τρόμου. Κι από το 1981 ισχύει το μονοτονικό. Ενώ 50 χρόνια πριν γνωστός καθηγητής* δικάστηκε και καταδικάστηκε γιατί είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο του δίχως πνεύματα και τόνους.

Αν το καλοσκεφτούμε, μέσα σε 80 πάνω – κάτω χρόνια προοδεύσαμε περισσότερο απ’ όσο δεν είχαμε προοδεύσει από τον καιρό της Άλωσης κι ακόμα πιο παλιά. Τι άλλο θέλουμε;

Ο μαθητής μπορεί να γράφει τώρα όπως αισθάνεται. Και τα Νέα Ελληνικά κυριαρχούν στο διδακτικό πρόγραμμα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όχι μόνο ως γλώσσα, αλλά και ως κείμενα. Κείμενα προχωρημένα ως τον πάλαι ποτέ «αντεθνικό» Παλαμά και ως το εθνικό Τρελοβάπορο του Οδυσσέα Ελύτη.

Το σκέφτεστε τι τεράστιο κέρδος αποτελούν τ’ ανοιχτά σύγχρονα κείμενα που διδάσκουμε σε σχέση με παλαιότερα αναλυτικά προγράμματα, όπου τα μόνα επιτρεπτά αναγνώσματα ήταν ο Πλάτωνας, ο Πλούταρχος, τα Χριστιανικά ή το πολύ – πολύ κάποια καθαρευουσιάνικα, πάντα ψυχοφελή ποιήματα του Σούτσου και του Καρασούτσα. (;) δεν έχει κανείς παρά να πάρει στα χέρια του παλιά αναγνωστικά για να το διαπιστώσει.

Πότε νομίζουμε ότι μπήκαν τα Νεοελληνικά στο σχολείο; Ουσιαστικά, μετά την καταστροφή του ’22 και οι καθηγητές τ’ αποφεύγαν. Πρώτα γιατί τα βρίσκαν υπερβολικά εύκολα, ύστερα ανάποδα. Γιατί πώς να διδάξουν κάτι, ένα αντικείμενο που δεν το είχαν διδαχτεί; Και η πρώτη έδρα Νεοελληνικής Φιλολογίας στα Πανεπιστήμια ιδρύθηκε μαζί με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στα 1926 και την πήρε ο Γιάννης ο Αποστολάκης.

Έφερα φιλολογικά παραδείγματα. Όμως σ’ αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ακόμα πολλά. Και παραδείγματα από άλλες ειδικότητες και παραδείγματα που αφορούν γενικά το σχολείο, όπως είναι η τεράστια αύξηση του μαθητικού πληθυσμού σε πλάτος και σε βάθος, καθώς όλο και περισσότεροι μαθητές προχωρούν σε όλο και περισσότερες τάξεις και βαθμίδες της εκπαίδευσης. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τον αντίστοιχο πολλαπλασιασμό και την αποκέντρωση των σχολείων ή και το γεγονός ότι πια οι εκπαιδευτικοί ούτε απολύονται οι μισοί σε κάθε κυβερνητική αλλαγή, να μαζευτούν να κλαίνε στην πλατεία Κλαυθμώνος, ούτε και διώκονται για τα φρονήματά τους όπως γινόταν ως το 1965 τουλάχιστον.

Φαίνεται ότι μπορεί πραγματική η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ να μην έγινε, όπως δηλώνει ο τίτλος στο βιβλίο του κ. Δημαρά, έγιναν όμως και γίνονται – καθυστερημένα ναι, διστακτικά ναι, αλλά γίνονται – μια σειρά από μεταρρυθμιστικά βήματα, που σιγά – σιγά το ένα με το άλλο αλλάξανε το κλίμα και καρπίζει ο σπόρος των μεγάλων μας παιδαγωγών.

Αν παρακολουθήσουμε τον περιοδικό ρυθμό των βημάτων από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου, από την Απελευθέρωση στο ’64 και πάλι μετά τη χούντα του ’67, τότε έχουμε ελπίδα να ζήσουμε μιαν ακόμα εκπαιδευτική εξόρμηση στη δεκαετία που μας έρχεται, λίγο πριν λίγο μετά το σημαδιακό χρόνο 2000. Όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα. Γιατί έχουμε μείνει πίσω και γιατί άλλοι λαοί τα καταφέρνουν να κινούνται γρηγορότερα.

Στο μεταξύ τι κάνουμε; Εξακολουθούμε, θα έλεγα, να κάνουμε οι εκπαιδευτικοί αυτό που πάντα κάνουμε. Από την μια σφαλίζουμε την πόρτα της τάξης μας και συνεχίζουμε το διδακτικό μας έργο με ευψυχία,, αφοσίωση και γνώση. Κι αν οι συνθήκες, τα κτίρια, τα ωράρια, τα προγράμματα, η εκπαίδευσή μας δεν είναι ευνοϊκά, τα παραβλέπουμε ή και ξεπερνούμε σαν τον Τσιμπίδα, τον μαθητή που τόσο νωρίς αγνόησε τον κανονισμό κι έγραψε έκθεση στη γλώσσα της καρδιάς του.

Όμως από την άλλη, ανοίγουμε τις πόρτες του σχολειού, φωνάζουμε, προτείνουμε, στηρίζουμε, απαιτούμε ό,τι μας φαίνεται σωστό με τόση ένταση, ώστε να μας ακούσουν όχι μονάχα οι μαθητές που είναι δίπλα, όχι μονάχα η κοινωνία που μας τριγυρίζει, αλλά ακόμα και οι πιο αδιάφοροι και οι πιο απρόθυμοι φορείς της εξουσίας στα χάρτινα παλάτια τους, να φοβηθούν μην κάποια μέρα βάλουμε φωτιά οι δασκάλοι και να ξυπνήσουν.

Σήμερα, τούτο το σχολειό είναι ανοιχτό και μιλούμε ελεύθερα για λύπες και χαρές, φόβους κι ελπίδες. Ας μην μας κάνει η ασίγαστη έγνοια μας να ξεχάσουμε τη νίκη που αντιπροσωπεύει η ίδια τούτη μας γιορτή. Ένα σχολειό να παίρνει επίσημα τ’ όνομα του Μίλτου Κουντουρά. Το σκέφτεστε αν κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό πριν λίγα μόνο χρόνια;

Ευχαριστώ.

 

*αναφέρεται στον Ιωάννη Κακριδή, τον πατέρα του, και στην Δίκη των τόνων.