Ο λογοτέχνης Κουντουράς
του Χρήστου Μουχάγιερ
Η εργασία του Χρήστου Μουχάγιερ «Ο λογοτέχνης Κουντουράς» παρουσιάστηκε κατά τις εκδηλώσεις που οργάνωσαν για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση (και πενήντα από το θάνατο) του Μίλτου Κουντουρά οι μαθήτριές του και το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Οι εκδηλώσεις διήρκεσαν δύο ημέρες, 11 και 12 Μαϊου 1990 και είχαν τον τίτλο «Μίλτος Κουντουράς, εκατό χρόνια από τη γέννησή του, διήμερη συνάντηση»
Τα πρακτικά της διημερίδας εκδόθηκαν, ως βιβλίο, με τον τίτλο: «Μίλτος Κουντουράς – Εκατό χρόνια από τη γέννησή του», Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
Πίνακας περιεχομένων
Ο λογοτέχνης Κουντουράς
Εισαγωγή
Περιορίζοντας, όσο είναι δυνατό, τη φόρτιση που μου προκαλεί το παιδαγωγικό έργο του Μίλτου Κουντουρά, θα επιχειρήσω να φωτίσω μιαν άγνωστη, σχεδόν, δημιουργική πλευρά του, τη λογοτεχνική, και ιδιαίτερα αυτήν που εστιάζεται στο χώρο του θεάτρου.
Ο Κουντουράς θεωρούσε το θεατρικό του έργο καρπό νεανικών ολισθημάτων, γεγονός που μάλλον επιβεβαιώνεται από την πρώιμη διακοπή της δημιουργικής του δραστηριότητας (στα εικοσιτέσσερα μόλις του χρόνια!). Πρέπει όμως να έτρεφε ιδιαίτερη στοργή γι’ αυτό, γιατί ούτε ρητά το αποκήρυξε ούτε πάλι κατέστρεψε το ανέκδοτο μέρος του. Πρέπει επίσης να προσθέσω δύο ακόμη στοιχεία, που έμμεσα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διακοπή αυτή δεν πρέπει να θεωρούνταν από τον ίδιο ως οριστική: Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία παρακολούθησε, μεταξύ των άλλων, και μαθήματα θεάτρου σε σχολή θεάτρου [1], ενώ εξάλλου ήταν γνωστό το αμέριστο ενδιαφέρον του για τη δημιουργία θεατρικής υποδομής σ’ όλα τα σχολεία στα οποία υπηρέτησε [2].
Ο Κουντουράς υπήρξε βαθύς γνώστης της ελληνικής και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Το ενδιαφέρον αυτό δεν ήταν μόνο θεωρητικό, αλλά και μετουσιώθηκε σε δύο παράλληλες δραστηριότητες: τη συγγραφική (ποιήματα, διαλέξεις, μελέτες, μεταφράσεις), και την παιδαγωγική. Το συγγραφικό του έργο είναι μικρό σε αριθμό, αλλά δεν είναι αμελητέο, ιδιαίτερα μάλιστα οι δύο διαλέξεις του για το Γρυπάρη και τον Παλαμά, που δείχνουν απόλυτη κατοχή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και, παράλληλα, οξύ κριτικό νου [3].
Είναι βέβαιο ότι ο Μίλτος Κουντουράς παροχέτευσε τις νεανικές του λογοτεχνικές ευαισθησίες στο κανάλι της παιδαγωγικής προσφοράς [4], αν και είχε όλες τις δυνατότητες για να διαπρέψει και σ’ αυτόν τον τομέα.
Ποιοι παράγοντες, άραγε, συνέβαλαν σ’ αυτήν την κάθετη ρήξη με τη δημιουργική γραφή; Η απάντηση είναι απολύτως παρακινδυνευμένη, αν πάρει μονόδρομη κατεύθυνση. Γι’ αυτό μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Υπόθεση πρώτη: ο Κουντουράς, συνεπαρμένος από το αναγεννητικό κλίμα της πρώτης Βενιζελικής εποχής, αλλά και παρασυρμένος από τη δίνη των ιστορικών συμβάντων, αποφάσισε να αφιερωθεί στην υπόθεση της προκοπής της παιδείας. Υπόθεση δεύτερη: ο Κουντουράς ανάπτυξε από πολύ νωρίς μιαν υπέρμετρα κριτική στάση απέναντι στις λογοτεχνικές του ικανότητες, γεγονός που ανέκοψε και τελικά εξανέμισε τις φιλοδοξίες του για ουσιαστική συμβολή στον τομέα αυτό.
Επιχειρώντας μιαν πρωθύστερη αξιολόγηση του έργου του, ιδιαίτερα του θεατρικού, τολμώ να υποστηρίξω ότι, παρά τις αναμφισβήτητες αδυναμίες του, το διακρίνουν και ουσιαστικές αρετές. Η πρόωρη λοιπόν διακοπή του πρέπει να θεωρηθεί ως απώλεια για τα ελληνικά γράμματα και την τέχνη ειδικότερα.
Τα θεατρικά
2.1. Το θεατρικό έργο του Κουντουρά περιλαμβάνει τέσσερα δράματα, δύο εκδομένα και δύο ανέκδοτα. Και τα τέσσερα γράφτηκαν μέσα σε διάστημα πέντε χρόνων, από το 1909 έως το 1913, σε ηλικία δηλαδή δεκαεννέα έως και εικοσιτριών ετών.
«Το γραφτό»
Το πρώτο δράμα έχει τον τίτλο «Το γραφτό» [5] και σώζεται σε χειρόγραφο. Γράφτηκε το 1909 και οι σημειώσεις που υπάρχουν στις λευκές σελίδες του τετραδίου καθώς και οι εκτεταμένες διαγραφές, που είναι ευδιάκριτες σε πολλά σημεία του κειμένου και συνοδεύονται από το σχετικό ξαναπλάσιμο ορισμένων κομματιών, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε σαφή ιδέα για τον τρόπο δουλειάς του αλλά και να συμπεράνουμε ότι το κείμενο δεν είχε πάρει την οριστική του μορφή.
Η γραφή του χειρογράφου προδίδει εξαιρετική επιμέλεια και τα ωραιότατα γράμματα δίνουν ευκρινή εικόνα του πάθους για εκφραστική αρτιότητα που χαρακτήριζε τον Κουντουρά.
Το έργο είναι πολυπρόσωπο κι η υπόθεσή του εκτυλίσσεται σ’ ένα χωριό της Λέσβου. Περιλαμβάνει τέσσερις τιτλοφορημένες πράξεις, που με τη σειρά τους χωρίζονται σε πολλές σκηνές. Η πρώτη πράξη φέρει τον τίτλο «Παλιές ιστορίες» και υποδιαιρείται σε τέσσερις σκηνές. Η δεύτερη τον τίτλο «Το καταραμένο σπίτι» και χωρίζεται σε δέκα σκηνές. Δέκα επίσης σκηνές περιέχει η επόμενη πράξη με τον τίτλο «Τρελή μάνα», ενώ η τελευταία φέρει τον τίτλο του έργου και είναι πιο οικονομημένη σε σχέση με τις δύο προηγούμενες, περιλαμβάνοντας πέντε συνολικά σκηνές.
Η υπόθεση του έργου:
Η Αβρακόμη, μοναχοκόρη της χήρας Θεοφανώς, περιμένει στο σπίτι της τον εραστή της Στρατή, ένα νεόφερτο στο χωριό ξένο, όταν εισβάλλει, τρελός από έρωτα, ο εξάδελφός της Νικήτας, γιος της μάγισσας Καλούδας, ο οποίος προσπαθεί να απαγάγει την Αβρακόμη. Η Θεοφανώ ξυπνάει τη στιγμή εκείνη από έναν τρομαχτικό εφιάλτη και, υπό την επήρεια του ονείρου, εξομολογείται μπροστά στους δικούς της τον έκλυτο νεανικό βίο της και ομολογεί τη δολοφονία του άντρα της και του νεογέννητου πρώτου παιδιού της. Η εξομολόγηση αυτή ανακουφίζει τη Θεοφανώ, που, στη συνέχεια, συγκατατίθεται στον αρραβώνα της Αβρακόμης και του Στρατή. Ο Νικήτας και η Καλούδα ορκίζονται να εκδικηθούν. Ο Νικήτας παρακολουθεί τους ερωτευμένους νέους, σκοτώνει έναν περαστικό και, με τη βοήθεια της μάνας του, ενοχοποιεί το Στρατή που συλλαμβάνεται από τους οργισμένους χωρικούς. Η Καλούδα ρίχνει υπνωτικό στο ποτήρι της Αβρακόμης και την κοιμίζει. Η Θεοφανώ, όπως όλοι οι χωριανοί, πιστεύει ότι η κόρη της είναι νεκρή από βλογιά. Η απαρηγόρητη μάνα αποφασίζει να θάψει μόνη της την κοπέλα, μια και οι φοβισμένοι χωρικοί αρνούνται να το κάνουν. Η Θεοφανώ, στη συνέχεια, τρελαίνεται, αφού πρώτα μαθαίνει ότι ο Στρατής, ο αρραβωνιαστικός της κόρης της, είναι το παιδί που είχε πετάξει στο ποτάμι μετά τη γέννα του. Η εμφάνιση της Παναγιάς στη Θεοφανώ αυξάνει την παράκρουσή της, ενώ εμφανίζεται κι ο Στρατής που ψάχνει την Αβρακόμη. Η Καλούδα κι ο Νικήτας ετοιμάζονται να απαγάγουν από τη νεκροκάσα, που την έχουν αποθέσει στο νεκροταφείο, την Αβρακόμη. Ο Νικήτας μαχαιρώνει το Στρατή, ο οποίος πεθαίνοντας μαθαίνει το μυστικό της καταγωγής του. Στη συνέχεια η Θεοφανώ μαχαιρώνει το Νικήτα και αυτός, σε μιαν ύστατη προσπάθεια, στραγγαλίζει την Αβρακόμη. Στις δύο τελευταίες σκηνές η Θεοφανώ, σωριασμένη δίπλα στ’ άψυχα κορμιά των τριών νέων, ψυχομαχεί, ενώ της παραστέκουν σ’ ένα φαντασμαγορικό «ρέκβιεμ» άγγελοι εξ ουρανού και Παναγιά.
«Ο άρρωστος»
2.2. Το δεύτερο δράμα του Κουντουρά, «Ο άρρωστος», εκδόθηκε στην Αθήνα το 1910 και κυκλοφόρησε το 1911. Γράφτηκε κι αυτό το 1909 [6], φέρει την ένδειξη «Ονειρόδραμα» και είναι αφιερωμένο στον αδελφό του συγγραφέα Γιάννη, γιατρό στο επάγγελμα. Η εκτύπωσή του προδίδει εξαιρετική επιμέλεια και, για τα εκδοτικά μέτρα της εποχής, είναι εντυπωσιακή. Το πολυτελές χαρτί, το σκληρό με «αυτιά» εξώφυλλό του, που είναι καλυμμένο με ριζόχαρτο, το σχέδιο του εξώφυλλου και η πρωτότυπη αρίθμηση των σελίδων του (στο πλαγιόμεσο κάθε σελίδας, ανάμεσα στα αντικριστά μπουμπούκια δύο κλωναριών) δείχνουν μεράκι για φροντισμένο τύπωμα, αλλά πρέπει να υποδηλώνουν και τη λαχτάρα του για ξεχωριστή εμφάνιση – είσοδο στα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής.
Το έργο διαδραματίζεται στην «κάμαρα εργασίας» του Λαέρτη, διανοουμένου της εποχής, που ζει, ύστερα από το θάνατο της γυναίκας του, μόνος του στο σπίτι με τη νεαρή κόρη του Αυγή και το υπηρετικό τους προσωπικό. Οι δύο από τις τρεις σκηνές του έργου ξετυλίγουν το όνειρο του Λαέρτη, ενώ η τρίτη ακουμπά στην πραγματικότητα, είναι συντομότατη και οδηγεί στο τραγικό τέλος.
Η υπόθεση του έργου:
α) Οι σκηνές του ονείρου: ο Λαέρτης επιστρέφει από το θέατρο αναστατωμένος στο σπίτι του μαζί με το φίλο του το γιατρό, έχοντας αφήσει στη μέση την παρακολούθηση της παράστασης των Βρυκολάκων του Ίψεν. Ο Λαέρτης διηγείται στο γιατρό την ιστορία της έκφυλης και παραλυμένης νεανικής του ζωής, που τον οδήγησε σε γάμο με μία πόρνη. Καρπός του άνομου αυτού γάμου είναι η Αυγή, η οποία τον τελευταίο καιρό παρουσιάζει σημάδια ηθικής παραλυσίας. Μετά την αναχώρηση του γιατρού, η Αυγή σε κατάσταση ερωτικής υστερίας κάνει ανήθικες προτάσεις στον πατέρα της και, στη συνέχεια, διαδοχικά στην υπηρέτρια και στον υπηρέτη του σπιτιού, τον οποίο σκοτώνει πάνω σε μία κρίση παραφοράς ο πατέρας της. Αμέσως μετά η κόρη επαναλαμβάνει τις προτάσεις στον πατέρα της, ο οποίος τελικά ενδίδει.
β) Η σκηνή της πραγματικότητας: ο Λαέρτης ξυπνάει, αλλά, με σαλεμένα τα μυαλά από την επίδραση του ονείρου, αυτοκτονεί.
«Το μπαλσαμωμένο αγόρι»
2.3. «Το μπαλσαμωμένο αγόρι», τρίτο στη σειρά δράμα του Κουντουρά, γράφτηκε τον Αύγουστο του 1910 και κυκλοφόρησε το 1912 στην Αθήνα, αφού όμως πρωτοδημοσιεύτηκε στα τεύχη 471 και 472 της Ι’ χρονιάς του Νουμά. Το δράμα είναι μονόπρακτο και το κείμενό του πιάνει όλες κι όλες δεκαοκτώ σελίδες. Η εκτύπωση είναι λιγότερο επιμελημένη απ’ ό,τι του Αρρώστου και το εξώφυλλο κοσμεί σχέδιο που παριστάνει αρχαία ταφική στήλη.
Γνωρίζουμε ότι το έργο είναι καρπός της συμφοράς που έπληξε το σπιτικό της αδελφής του Ευαγγελινής, στην οποία και το αφιερώνει [7], για να απαλύνει τον πόνο της από την πρόσφατη απώλεια του μικρού της παιδιού, «του Νίκου της, της λευκής ψυχούλας».
Η υπόθεση του έργου:
Ο Μάνος και η Γιούλια αρνούνται να θάψουν το πεθαμένο τους παιδί και το βαλσαμώνουν. Μέσα σε εφιαλτική ατμόσφαιρα οι απαρηγόρητοι γονείς χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα, ανίκανοι να δεχτούν το μοιραίο. Όταν μάλιστα πιάνει το σπίτι τους φωτιά, αδιαφορούν για τη σωτηρία του, το εγκαταλείπουν και χάνονται μέσα στη νύχτα με σαλεμένα τα λογικά τους.
«Σταύρος Τραντάλης»
2.4. Ο «Σταύρος Τραντάλης» είναι το δεύτερο ανέκδοτο δράμα, τέταρτο στη σειρά έργο του Κουντουρά. Γράφτηκε στο Σκόπελο της Λέσβου το 1913 [8], όταν δηλαδή ο Κουντουράς ήταν 23 ετών, και σώζεται στα κατάλοιπά του γραμμένο σε γραφομηχανή. Δεν υπάρχουν στο κείμενο, έκτασης 93 σελίδων, ούτε διαγραφές ούτε σημειώσεις και πρέπει να υποθέσουμε ότι ο συγγραφέας τού είχε δώσει οριστική μορφή.
Η υπόθεση του έργου:
Ο Σταύρος Τραντάλης, αστός διανοούμενος, και ο πατέρας του ζουν αποτραβηγμένοι από τον κόσμο σ’ έναν πύργο έξω από τη χώρα ενός νησιού. Οι δύο αυτοί άντρες περνούν μια ζωή εντελώς αφύσικη. Ο Σταύρος έχει κατασκευάσει μιαν πελώρια καμπάνα και, εποπτεύοντας από τον πύργο του τη χώρα, προειδοποιεί τους κατοίκους της πόλης για ό,τι αφύσικο συμβαίνει σ’ αυτήν, ενώ ο γέρος περνάει τις ώρες του κλεισμένος στο υπόγειο του πύργου, ύστερα από την πολύχρονη φυλάκισή του για τον φόνο της άπιστης γυναίκας του. Η αφύσικη αυτή ζωή διακόπτεται από τον ξαφνικό ερχομό της κυρίας Δάρβα, παλιάς ερωμένης του Σταύρου, και της ωραιότατης κόρης της Κλορίντας. Η Δάρβα αναγγέλλει τον επικείμενο γάμο της Κλορίντας με το γιο του Σταύρου, το Στέφανο, που ζει στη χώρα με τη μητέρα του, από τότε που ο Σταύρος την εγκατέλειψε για απιστία, χωρίς να έχει επικοινωνία με τον πατέρα του, και ζητάει τη συγκατάθεσή του. Ο Σταύρος ταράζεται από την απροσδόκητη είδηση και αρνείται να συναινέσει στον αφύσικο, όπως διατείνεται, γάμο, μια και θα στηρίζεται πάνω στο ψέμα. Ούτε η Δάρβα ούτε όμως κι ο γιος του, που έρχεται ξαφνικά στον πύργο, πετυχαίνουν να τον μεταπείσουν. Ο Σταύρος μάλιστα αποκαλύπτει στο Στέφανο ότι δεν είναι πραγματικό του παιδί. Από το σημείο αυτό τα γεγονότα παίρνουν δραματική πορεία: ύστερα από πυρκαγιά που ξεσπάει στο σπίτι του Στέφανου ο νέος παρασύρεται και σκοτώνεται από το πανικόβλητο πλήθος. Ο Σταύρος κατόπιν, αποσβολωμένος, μαθαίνει ότι η Κλορίντα είναι δικό του παιδί. Όταν η ερωτευμένη με το Σταύρο Κλορίντα πληροφορείται με τη σειρά της την αλήθεια, αυτοκτονεί. Τέλος, ο Σταύρος και ο πατέρας του κλείνονται, ζωντανοί νεκροί, στο υπόγειο του πύργου.
Παρατηρήσεις για το θεατρικό έργο του Κουντουρά
3.1. Το θεατρικό έργο του Κουντουρά είναι γνήσιο τέκνο της πνευματικής ατμόσφαιρας που επικρατούσε στον ελληνικό χώρο στις αρχές του 20ου αιώνα. Μετά την παρακμή του μοναδικού αυθεντικού ελληνικού ηθογραφικού θεάτρου μετά την επανάσταση, του κωμειδυλλίου, η ιστορική φορά των πραγμάτων, σε στενή σχέση με την ιδιάζουσα κοινωνικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα, οδήγησε το ελληνικό θέατρο σε αναζητήσεις «πέραν των ορίων» της ελληνικής επικράτειας. Αρχικά είχαμε την επίδραση του ιταλικού θεάτρου και, στη συνέχεια, εισέβαλαν η γαλλική και η βόρεια θεατρική κουλτούρα [9].
Ο συμβολισμός και ο ψυχολογισμός υπήρξαν οι κύριες εκφράσεις αυτής της εισβολής. Η θεματογραφία παρουσιάζει προβλήματα πρωτόγνωρα για την ελληνική πραγματικότητα και δημιουργεί ατμόσφαιρα ξένη προς το οικείο για τον Έλληνα κλίμα. Ο ιψενισμός, με τον οξύ κοινωνικό προβληματισμό, τη μουντή και ζοφερή ατμόσφαιρα που εκφράζει την ψυχοπαθολογία των υπερευαίσθητων ηρώων του, αποτελεί τον πόλο έλξης των θεατρικών συγγραφέων της εποχής [10]. Οι συγγραφείς ανακαλύπτουν την ψυχολογία του βάθους και προσπαθούν να αποδώσουν χαρακτήρες.
Ο Κουντουράς ήταν αδύνατο να μην ακολουθήσει τη φορά των καιρών. Ο ίδιος, αναφερόμενος στον Άρρωστο, λέει στα 1920 τα εξής χαρακτηριστικά: «… νέοι εξάλλου της Αθήνας μάταια γύρεψαν το θόρυβο με απειρόκαλα κατασκευάσματα, παρεξηγώντας βόρειες προσωπικότητες. Σ’ ένα τέτοιο ίσως ρέμα κουτρουβαλώντας κι εγώ, κατάστρεψα στα 1909 τις λίγες αρετές του Αρρώστου μου με άλλο τόσο αναφρόδιτες και βάρβαρες σκηνές…».
Διαθέτει λοιπόν ο Κουντουράς την ανάλογη αυτογνωσία, για να καταλάβει έγκαιρα ότι, όταν καταπιάνεσαι με προβλήματα ξένα προς τη δική σου κοινωνία, νοθεύεις τη θεματογραφία σου, απομακρύνεσαι επίσης και απομονώνεσαι αισθητικά από το κοινό.
Αν εξαιρέσουμε το Γραφτό, που η υπόθεση και κυρίως η τεχνική του παραπέμπουν σε επιδράσεις σαιξπηρικές ( Άμλετ, Μάκβεθ, Όνειρο θερινής νύχτας), όλα τα άλλα έργα του αντλούν τις καταβολές τους από βόρειες πηγές: ατμόσφαιρα καταθλιπτική, χαρακτήρες καθαρά αστικοί, πάθη κρυμμένα, που βγαίνουν στην επιφάνεια, συντρίβουν τους ανθρώπους και ρημάζουν τα σπιτικά τους, προβληματισμοί έξω από τις ελληνικές κοινωνικές συντεταγμένες.
Ο συμβολισμός παγιδεύει τον Κουντουρά, τον σπρώχνει στη διόγκωση των μεγεθών, του αφαιρεί τη γνήσια θεατρική αληθοφάνεια. Οι χαρακτήρες υψώνονται πέρα από τα ανθρώπινα, μοιάζουν πλάσματα της φαντασίας, που μάταια γυρεύουν την ενσάρκωσή τους σε πειστικά ανθρώπινα όντα.
Ο ιψενισμός φτιάχνει μιαν αλλόκοτη ατμόσφαιρα, γεμάτη από υπερβόρεια κατάθλιψη, ξένη προς το ελληνικό φως, δίνει το κλίμα ενός αναπόδραστου φαταλισμού, που μας στρέφει προς την προτεσταντική αντίληψη της ζωής, όπου τα χαρτιά είναι εκ των προτέρων μοιρασμένα.
3.2. Εμφανείς επίσης είναι οι αδυναμίες που παρουσιάζει το έργο του Κουντουρά και από την πλευρά της δομής του. Στα δύο εκδομένα έργα, τον Άρρωστο και το Μπαλσαμωμένο αγόρι, τα θέματα δεν υπηρετούνται από την κατάλληλη τεχνική. Τα έργα απαιτούσαν πλατύτερη ανάπτυξη, ευρύτερες αναλογίες και ως προς το χτίσιμο του μύθου και ως προς την απόδοση των χαρακτήρων. Ο Κουντουράς περιορίστηκε, λιγότερο είναι αλήθεια στον Άρρωστο και περισσότερο στο Αγόρι, στη συρρίκνωση όλου του θεατρικού του υλικού και στο ισχνό, χωρίς βάθος, ξετύλιγμα του μύθου. Η τεχνική του διακρίνεται για τον επίπεδο και σωρευτικό χαρακτήρα των υλικών και έτσι δεν προβληματίζει ούτε πείθει για την πραγμάτωση των προθέσεών του. Το αποτέλεσμα είναι φτωχό, μοιάζει με σχέδιο μιας φιλόδοξης ζωγραφικής σύνθεσης που δεν ολοκληρώνεται.
Τα προβλήματα που παρουσιάζουν στον τεχνικό τομέα τα δύο ανέκδοτα έργα είναι εντελώς αντίθετα με τα προηγούμενα. Τα έργα αυτά επιχειρούν να κτίσουν ευρύτερες συνθέσεις, στις οποίες όμως η έλλειψη οικονομίας είναι η βασική τους αδυναμία. Η κατά κόρον χρησιμοποίηση της αναγνώρισης ως βασικού προωθητικού παράγοντα, το θυσίασμα της θεατρικότητας για τις σχοινοτενείς ιδέες που υπερασπίζονται τα πρόσωπά του, η διόγκωση των στοιχείων πλοκής, η εξωπραγματική ατμόσφαιρα, όλα αυτά συνιστούν αναμφισβήτητα ελαττώματα. Ο Κουντουράς οπωσδήποτε αντιλήφθηκε τις αδυναμίες αυτών των έργων και γι’ αυτό δεν τα τύπωσε.
3.3. Η μελέτη, όμως, των θεατρικών έργων του Κουντουρά αποκαλύπτει τη βαθύτερη συγκρότηση του χαρακτήρα του και υποδεικνύει σαφώς τις προοδευτικές του αντιλήψεις. Στο Γραφτό ηθογραφεί: Παρουσιάζει τη νησιωτική επαρχία καθυστερημένη και δέσμια των παθών της. Η δεισιδαιμονία και η αμορφωσιά οδηγούν τον άνθρωπο και καταστρέφουν όλα τα ωραία αγαθά της ζωής, κυρίως τον έρωτα.
Στον Άρρωστο, στο Αγόρι και στο Σταύρο Τραντάλη επιχειρεί μιαν τολμηρή κατάδυση στον ανθρώπινο ψυχισμό και στη στάση του κοινωνικού υποκειμένου.
Στον Άρρωστο ο Κουντουράς συναντιέται με το Φρόιντ [11], αλλά δίνει έμφαση στην ατομική στάση ως φορέα καταστροφής ή λύτρωσης. Το άτομο υποστηρίζει ο Κουντουράς, «όπως στρώσει έτσι και θα κοιμηθεί».
Στο Αγόρι καταγράφει την κατάθλιψη και τα ολέθρια αποτελέσματά της στον άβουλο, τον ηττοπαθή άνθρωπο.
Στο Σταύρο Τραντάλη στρέφεται σε ιδεολογικά και παιδαγωγικά προβλήματα. Ο πύργος του Τραντάλη συμβολίζει το μετερίζι του ιδεόληπτου διανοουμένου, του γνωστού μας εκείνου ασυμβίβαστου τύπου που βρίσκεται, δήθεν, πάνω απ’ τους ανθρώπους και τη χαμοζωή τους και που σκορπίζει την καταστροφή στο όνομα της «καθαρής» ιδέας. Η αντιπαιδαγωγική επίσης στάση του Τραντάλη, που αδυνατεί να συλλάβει τη σημασία του ζωτικού ψεύδους και της αγάπης [12], τον καθιστά ανίκανο ως γονιό και φορέα καταστροφής.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι ο Κουντουράς υπερασπίστηκε προδρομικά μέσα από τα έργα του αξίες ιδιαίτερα επίκαιρες για την εποχή μας, επισήμανε προβλήματα του καιρού του, που εμπόδιζαν το αίτημα για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, έδωσε το στίγμα ενός σαφούς προοδευτικού στοχασμού, διείδε σωστά τα αδιέξοδα στα οποία οδηγείται είτε ο άβουλος άνθρωπος είτε ο υπερεπαναστάτης διανοούμενος. Απ’ αυτήν την πλευρά κοιταγμένο το έργο του, προβάλλει το αίτημα των ισορροπιών στην ανθρώπινη ζωή. Η ψυχική ισορροπία και η θετική ανθρώπινη στάση έχουν άμεση σχέση με τη συνείδηση του κοινωνικού εγώ [13]. Όταν απουσιάζει αυτή η συνείδηση, διαταράσσεται η ψυχική ισορροπία, το άτομο χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, βγαίνουν στην επιφάνεια τα τυφλά πάθη του, άλογες δυνάμεις ελέγχουν το «είναι» του και το οδηγούν σε καταστάσεις ανεξέλεγκτες και καταστροφικές.
Το συναίσθημα της ενοχής βασανίζει τους ήρωες του Κουντουρά, δεν τους αφήνει να ησυχάσουν. Εμποδίζει την καθαρή θέαση και τους φέρνει στην απόγνωση, τη δεισιδαιμονία, την ιδεοληψία. Η ενοχή για όσα έπραξαν αλλά και για όσα δεν μπόρεσαν να κάνουν μεταμορφώνεται με τον καιρό σε μόνιμη νεύρωση, που, αντί να καταπολεμηθεί με τη σκληρή αυτοπειθαρχία και την ουσιαστική δράση, τους οδηγεί στη συντριβή [14].
Πρέπει, επομένως, να παραδεχτούμε ότι στο ιδεολογικό επίπεδο ο Κουντουράς αποδοκιμάζει ξεκάθαρα ό,τι αρνητικό κουβαλάνε ο κακοχωνεμένος συμβολισμός και ο ιψενισμός της εποχής του. Αποδοκιμάζει την παθητικότητα και την κούραση στη ζωή, την αδράνεια που μετατρέπει το τρεχούμενο νερό σε αποπνιχτικό βάλτο. Αντίθετα, συνεπαρμένος ίσως από την «ορμητική πνοή» του Παλαμικού πνεύματος [15], έχοντας εντάξει τον εαυτό του στις αναγεννητικές δυνάμεις του τόπου, προβάλλει το αίτημα για το νέο άνθρωπο, τον άνθρωπο – χειριστή της προσωπικής του μοίρας. Στο σημείο αυτό ο νεαρός θεατρικός συγγραφέας Κουντουράς συναντιέται με τον οραματιστή και πραγματιστή παιδαγωγό Κουντουρά [16].
3.4. Προκαλεί κατάπληξη η θεματική τόλμη του Κουντουρά. Ο Άρρωστος περιέχει σκανδαλιστικές ερωτικές σκηνές, όχι μόνο για τα δεδομένα της εποχής εκείνης αλλά και για τη σύγχρονη μικροαστική μας ηθική. Η αστική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα ένιωσε έντονη δυσφορία, όταν παρουσιάστηκε «Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας» του Ξενόπουλου. Εβδομήντα χρόνια αργότερα το Εθνικό Θέατρο θα λογοκρίνει τη «Φλαντρώ» του Παντελή Χορν στη σκηνή που η μάνα προσφέρεται στον εραστή της κόρης [17].
«Το μπαλσαμωμένο αγόρι» επίσης προβάλλει ένα μακάβριο θέαμα, έξω από τις κοινωνικές και χριστιανικές αντιλήψεις, θυμίζει τους «καταραμένους» του σύγχρονου κινηματογράφου και θεάτρου.
Δεν πρέπει να αποδώσουμε την τόλμη αυτή στη νεανική αποκοτιά του συγγραφέα, αλλά κυρίως στη διάθεσή του να υπηρετήσει δραστικά τις ιδέες του.
3.5. Δεν μπορούμε, βέβαια, να έχουμε υψηλές απαιτήσεις από το έργο του νεαρού Κουντουρά. Καταπιάνεται με εγχειρήματα που ξεπερνούν τις δυνάμεις του, επιχειρεί να φτιάξει συνθέσεις τις οποίες πραγμάτωσαν ελάχιστοι, οι κλασικοί του θεατρικού 20ου αιώνα, ενώ συντρίφτηκαν γνήσιοι θεατράνθρωποι.
Το δυστύχημα είναι ότι διακόπτει τη θεατρική του δράση, ενώ θα μπορούσε να φτάσει σε ωριμότερες κατακτήσεις. Γιατί ο Κουντουράς διαθέτει πλούσιες αρετές, γνωρίζει από θέατρο. Έχει τη στόφα του καλού τεχνίτη: τολμηρότητα στο θέμα που επιλέγει, καθαρότητα στοχασμού, αβίαστο ξετύλιγμα της πλούσιας φαντασίας, πρωτογενή δυναμισμό στο πλάσιμο των χαρακτήρων και των καταστάσεων, ποιητικότητα (με κυρίαρχο το λυρικό στοιχείο), εκπληκτική κατοχή των εκφραστικών μέσων. Πόσοι, άραγε, ΄Ελληνες συγκαιρινοί του θεατράνθρωποι διέθεταν αυτές τις αρετές; Τι έχει να επιδείξει το ελληνικό θέατρο στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα; Τον Ξενόπουλο, τον Μπόγρη, το Χορν. Από κει και πέρα το χάος…
Αν ο Κουντουράς δεν εγκατέλειπε πρόωρα το θέατρο, για να επιδοθεί στην ομολογουμένως αξιόλογη παιδαγωγική του δράση, αν συνέχιζε το δρόμο που είχε ξεκινήσει νέος, αναμφίβολα η παρουσία του στις σελίδες της θεατρικής γραμματολογίας μας θα ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιη.
Η ποίηση
4.1. Δε γνωρίζω αν τα ελάχιστα ποιήματα που έχω στα χέρια μου (έξι συνολικά) αποτελούν και το σύνολο της ποιητικής παραγωγής του Κουντουρά. Όπως και να έχει όμως το πράμα, φαίνεται ότι ο Κουντουράς δε θήτευσε συστηματικά και στον τομέα αυτό. Δε γνωρίζω επίσης που δημοσιεύτηκαν τα ποιήματα αυτά, εκτός από ένα, που βρίσκεται στο τεύχος 20 (629) της Β’ περιόδου του Νουμά στα 1919. Είμαι βέβαιος όμως ότι η ανακάλυψη και άλλων ποιημάτων δε θα διαφοροποιούσε σημαντικά την εικόνα που σχηματίζουμε από την ανάγνωση των ποιημάτων αυτών. Πρόκειται για ποιήματα που βρίσκονται «στη βαριά σκιά του Παλαμά» για να θυμηθούμε τον Κ.Θ. Δημαρά.
4.2. Διάχυτος ο συμβολισμός των λιγόστιχων ποιημάτων υπηρετείται από ένα νευρώδη λόγο, που δείχνει εκφραστική άνεση και απόλυτη οικείωση με τις τεχνικές των συμβολιστών. Στα βήματα του Χατζόπουλου, του Πορφύρα και του Γρυπάρη, τον οποίο εκτιμάει ιδιαίτερα ο Κουντουράς, ασκείται στο γνώριμο ύφος και τη θεματολογία της συμβολικής ποίησης: το άτομο, ευαίσθητος δέκτης των εξωτερικών κραδασμών, μετουσιώνει αισθητικά τους ανικανοποίητους πόθους του, καταγράφει τους χτύπους της καρδιάς του από τη συγκίνηση που του προκαλούν το όμορφο τοπίο, ο θάνατος του ναύτη, το ταξίδι προς το άγνωστο με τη βαρκούλα στ’ αφρισμένο πέλαγος. Ας θυμηθούμε εδώ το γνωστό ποίημα του Χατζόπουλου «Ας τη βάρκα στο κύμα να τρέχει, ας ορίζει ο αγέρας τιμόνι, πανί…».
Σ’ ένα μόνο ποίημα, στην «Τραγωδία», βλέπουμε τον Κουντουρά να καταπιάνεται μ’ ένα θέμα κοινωνικό. Εδώ ο ποιητής ασχολείται με ό,τι ενδιαφέρει επίμονα το θεατρικό συγγραφέα: το θέμα της νεανικής αμαρτίας.
Τραγωδία
Με γέννησε η κακούργα η μάνα μου
και πέταξέ με να χαθώ στους δρόμους.
Στα δεκαεφτά μου χρόνια έξω η κουτή,
η αθώα γυρνώντας έρμη, ξεσκισμένη,
τη συναντώ τη σκύλα και ρωτώ γιατί
με γέννησε να ζω δυστυχισμένη.
Κι αυτή η αστόχαστη μου λέει σιγά στ’ αυτί:
«Ρώταε το μεσημέρι, κόρη, να σου πη
μια μέρα που πνιχτό έβραζε το κάμα,
ρώταε τη νύχτα, κόρη, την αδιάντροπη
να μάθης ποιο ήταν το μεγάλο θάμα.
Του μεθυσιού την πλάνα ρώταε τη στιγμή
που σταματάει του λογισμού τη στράτα
κι αν θες το τέλος του παλιού παραμυθιού
ρώτησε τ’ αχαλίνωτά σου νιάτα.»
Και ρώτησα το μεσημέρι να μου πη
μια μέρα που πνιχτό έβραζε το κάμα
και ρώτησα τη νύχτα την αδιάντροπη
να μάθω ποιο ήταν το μεγάλο θάμα.
Και τη στιγμή του οργισμένου μεθυσιού
που σταματάει του λογισμού τη στράτα
το μαύρο τέλος του παλιού παραμυθιού
μου τόμαθαν τ’ αφράτα μου τα νιάτα.
4.3. Ο ποιητής Κουντουράς δε θέλησε να ξεφύγει από το οικείο κλίμα της εποχή του. Θήτευσε στην παραδοσιακή ποίηση και απέφυγε άλλους δρόμους. Απ’ ό,τι όμως φαίνεται, γύρω στο 1920 ξεκαθάρισε τη σχέση του και με την ποίηση και στράφηκε αποφασιστικά προς την υλοποίηση των παιδαγωγικών του οραμάτων. Ένα ακόμη δείγμα γραφής είναι και το παρακάτω ποίημα που δημοσιεύτηκε στο Νουμά το 1919 (τεύχος 629).
Στη Μαρία Κ.
Με μάτια βουρκωμένα και με χείλη
τρεμουλιαστά, με πρόσωπο θλιμμένο,
που μαλακώνει ως και την άψυχη ύλη
γύρω σου, όπου κι αν πέση αγαπημένο
το βλέμμα σου, ζωντανεμένη αγία,
μάταια ζητάς ουράνια καλωσύνη
απ’ του θεού την άδηλη σοφία,
που στους κακούς επίσης χάρες χύνει
και στους καλούς· ν’ αναζητάς πια πάψε
μακρυά τον υπερτέλειο θεό σου.
Στη θεία ψυχή σου που μετέβαλέ μας
όλους σε αθώο πιστών ποίμνιο, κάψε
θυμίαμα και προσκύνα τον Εαυτό σου,
το δικό μας Ναό, γλυκέ άγγελέ μας!
Χίος – Φραγκοβούνι
Φεβρ. 1918
Το κριτικό έργο του Κουντουρά
5.1. Ο Κουντουράς έδωσε δύο διαλέξεις που τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν σε καλαίσθητα τευχίδια. Η πρώτη έχει τον τίτλο «Ο ποιητής Γρυπάρης», αφιερώνεται «στους δασκάλους», έχει ως μόνο στο εσώφυλλο τη γνωστή ρήση του Μπραντές «Η κριτική, δέκατη μούσα» και δόθηκε στη Χίο στα 1920. Η δεύτερη δόθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 1927, όταν έγινε διευθυντής του διδασκαλείου, τιτλοφορείται «Ο Κωστής Παλαμάς και τα ελληνικά νιάτα» και τυπώθηκε από την Εστία στα 1930.
5.2. Εκτενέστερη η ομιλία για το Γρυπάρη προσφέρει ένα πανόραμα του δημόσιου βίου και της πνευματικής ζωής του τόπου από την επανάσταση του ’21 ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Πρόθεση του ομιλητή είναι η ανάδειξη της φυσιογνωμίας του ποιητή, προς τον οποίο τρέφει ανυπόκριτο θαυμασμό. Ο χωρισμός της μελέτης αυτής, γιατί ουσιαστικά για μελέτη πρόκειται, σε ενότητες επιτρέπει στον Κουντουρά να χειριστεί το θέμα του σε βάθος: ένταξη του έργου του Γρυπάρη στα ρεύματα της εποχής του, η ζωή του, η ανίχνευση των μορφολογικών και θεματικών συστατικών της ποίησής του, η γλώσσα του, πλήθος άλλων διεξοδικών και οξυδερκών ανιχνεύσεων…
5.3. Η διάλεξή του για τον Παλαμά περιορίζεται στην αποτύπωση του βασικού χαρακτηριστικού της Παλαμικής ιδέας, της ζωτικής δηλαδή ορμής που οδηγεί προς την κατάφαση της ζωής και συνδέεται άμεσα με τα νιάτα. Ο Κουντουράς απευθύνεται στα νιάτα, χαιρετώντας τον εθνικό ποιητή, και τα καλεί να ενστερνιστούν το ριζοσπαστικό του πνεύμα, πνεύμα δημιουργικό και όχι πεισιθάνατο και μοιρολατρικό. Σκιαγραφεί κι εδώ με αδρές πινελιές τα δύο ρεύματα που αναδύθηκαν από την επανάσταση και πέρα στον τόπο: κυρίαρχο το συντηρητικό και προγονόπληκτο, περιθωριοποιημένο αρχικά το προοδευτικό της εφτανησιώτικης σχολής, για να καταλήξει στη «μεγάλη στροφή» της γενιάς του 1880 με ηγέτη τον Παλαμά. Χωρίς να παραγνωρίζει τις αδυναμίες του Παλαμά, στέκεται στη φλόγα που πυρπολεί το έργο του και επισημαίνει τη βασική του προσφορά: να δέσει παράδοση και παρόν σε μία γόνιμη σύνθεση.
Ο Κουντουράς στην ομιλία του αυτή συμφωνεί ουσιαστικά με τη γνωστή θέση του Γληνού για το «δημιουργικό ιστορισμό» [18] και αντιπροτείνει στην άρνηση της ζωής την κατάφαση και την αγωνιστική της υπέρβαση.
5.4. Το ισχνό σε ποσότητα κριτικό έργο του Κουντουρά δεν είναι ασήμαντο σε ποιότητα. Ο Κουντουράς διαθέτει και πλούτο γνώσεων και καθαρή ματιά. Ξέρει να ξεχωρίζει το ουσιαστικό από το περιττό, να επισημαίνει με αντικειμενικότητα και να συγκρίνει χωρίς προκατάληψη, αλλά με αυστηρότητα. Στην εποχή του λίγοι κριτικοί διέθεταν αυτές τις αρετές κι αυτό μας δίνει το δικαίωμα να υποστηρίξουμε ότι η συστηματική ενασχόλησή του με το αντικείμενο αυτό θα έδινε εξαιρετικούς καρπούς.
Ακροτελεύτιο
Για να μπορέσουμε να φωτίσουμε και να εκτιμήσουμε καλύτερα το παιδαγωγικό έργο του Κουντουρά πρέπει οπωσδήποτε, κατά τη γνώμη μου, να συσχετίσουμε το έργο αυτό με το νεανικό λογοτεχνικό του έργο. Εκεί ίσως αποκαλυφτούν τα υπόγεια ρεύματα που πήγαζαν, βέβαια, από διαφορετικές πηγές, αλλά άρδευσαν τελικά μόνο ένα χωράφι, την παιδαγωγία.
Χρήστος Μουχάγιερ
Βιβλιογραφία
- Δημαρά Α.: Μίλτος Κουντουράς: «Κλείστε τα σχολειά» (Εκπαιδευτικά ΄Απαντα), Γνώση, Αθήνα 1985, τόμος Α’ και Β’.
- Κουντουρά Μ. : «Ο άρρωστος», Αθήνα 1911
- Κουντουρά Μ. : «Το μπαλσαμωμένο αγόρι», Τυπ. Κρανιωτάκη, Αθήνα 1912.
- Κουντουρά Μ. : «Ο ποιητής Γρυπάρης», Βιβλιοπωλείο Π. Ιατρίδη, Χίος 1920.
- Κουντουρά Μ. : «Ο Κωστής Παλαμάς και τα ελληνικά νιάτα», Εστία, Αθήνα 1930.
- «Μίλτος Κουντουράς. Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης 1927-30», Συλλογικός τόμος των μαθητριών του Κουντουρά, Αθήνα 1976.
- Πανταζή Π. Δ. : «Μίλτος Κουντουράς, Ο δάσκαλος της Ρωμιοσύνης», Φιλιππότης, Αθήνα 1984.
- Χάρτνολ Φ. : «Ιστορία του θεάτρου», Υποδομή, Αθήνα 1980.
- Γεωργουσόπουλου Κ. : «Κλειδιά και κώδικες θεάτρου ΙΙ», Εστία, Αθήνα 1984.
- Παπανούτσου Ε. : «Ψυχολογία», Δωδώνη, Αθήνα 1985.
- Γληνού Δ. : «Εκλεκτές σελίδες», Στοχαστής, Αθήνα 1971 (τ.1-4).
- Anderson C. : «Προς μια νέα κοινωνιολογία», Παπαζήσης, Αθήνα 1986.
- Τομασίδη Χριστόδ. : «Εισαγωγή στην ψυχολογία», Δίπτυχο, Αθήνα 1982.
- Φρις Μαξ : «Ημερολόγιο του μεταπολέμου», Κοχλίας, Αθήνα 1964.
- D’ Amico Silvio : Storia del teatro drammatico, Garzanti, Milano 1958.
- Αλλαρντάϋς Νικόλ : Παγκόσμια Ιστορία του Θεάτρου, 1-3, εκδ. Πνοή.
- Σιδέρη Γιάννη : Ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου (1794 – 1944), τ. Α΄, Καστανιώτης, Αθήνα 1990.
Σημειώσεις
- Σύμφωνα με πληροφορία που έδωσε στο γράφοντα η σύζυγος του Κουντουρά, Ολυμπία.
- Ιδιαίτερα για την αξιόλογη δραστηριότητα του Κουντουρά στο σχολικό χώρο, δες τις πολύτιμες πληροφορίες που μας δίνουν οι μαθήτριες της «ιερής τριετίας», 1927-1930, στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης: «Μίλτος Κουντουράς. Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης (1927-1930)», Αθήνα 1976, σελ. 110-126.
- Για τη λογοτεχνική και φιλολογική δραστηριότητα του Κουντουρά δες : Πανταζή Π.: Μίλτος Κουντουράς, ο δάσκαλος της Ρωμιοσύνης, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1984, σελ. 30-37.
- Πανταζή Π.: ό.π. σελ.38 κ.ε.
- Τον Ιούνιο, στο Σκόπελο της Λέσβου, σύμφωνα με την ένδειξη που υπάρχει στην πρώτη σελίδα του χειρογράφου.
- Η τυπωμένη ένδειξη για τον τόπο και τον χρόνο της συγγραφής βρίσκεται στο τέλος του δράματος. Την παραθέτω αυτούσια: Σκόπελος (Μυτιλήνης), 12-20 Ιουλίου 1909.
- Η τυπωμένη αφιέρωση είναι η ακόλουθη: «Της αδελφής μου ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΗΣ και της λευκής ψυχούλας του ΝΙΚΟΥ της τ’ αφιερώνω». Στην ίδια σελίδα υπάρχει το παρακάτω αποκαλυπτικό σημείωμα, τυπωμένο με μικρότερα καλλιτεχνικά στοιχεία: «Θυμάσαι, ασύγκριτη αδελφούλα μου; Μια Τρίτη το δειλινό, στον Κάμπο μας πέρσυ έγραψα, χωρίς να ξέρω γιατί, τους οχτώ στίχους που τώρα στον πόνο της Γιούλιας τους ταίριασα*. Την άλλη μέρα το χαριτωμένο αγγελούδι σου αρρώστησε άξαφνα και μετά δέκα ημερών νευρικήν αγωνία – αχ πόνοι, αχ πόνοι! – ξεψύχησε… Να, σήμερα, καλή μου, σου αφιερώνω το φθινοπωρινό τραγούδι – το τραγικό, το ακατάληπτο – των ημερών εκείνων». Αύγουστος του 1910.
* Οι στίχοι αυτοί είναι το τραγούδι που απαγγέλλει η Γιούλια στη σελ.14:– Στη γειτονιά μας – Θε μου – πάλι τριγυρνάει
ο Χάρος, κι ο αγέρας λιβάνι μυρίζει·
το χαροπούλι και πάλι μοιρολογάει
και κάπου κάπου το παράθυρό μας τρίζει.
Και μες τον έρημο το δρόμο αντάμα
κάποιου παιδιού θρηνολογάει το κλάμα·
του θρήνου η αφορμή δεν ξέρω ποια –
μα μένα σπαρταράει μου η καρδιά. - Το έργο τελείωσε στις 23 Μαρτίου
- Δες Γεωργουσόπουλου Κ.: «Κλειδιά και κώδικες θεάτρου. ΙΙ. Ελληνικό θέατρο», Εστία, Αθήνα 1984, όπου σε αρκετά κριτικά σημειώματα ο συγγραφέας θίγει το πρόβλημα της ιθαγένειας της νεοελληνικής δραματουργίας.
- Για την τεράστια επίδραση του ΄Ιψεν στο ευρωπαϊκό θέατρο δες: Χάρτνολ Φύλλις: «Ιστορία του θεάτρου», Υποδομή, Αθήνα 1980, σελ. 247-250.
- Γνώριζε άραγε την εποχή εκείνη ο Κουντουράς το έργο του Φρόιντ; Η απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να θεμελιωθεί πειστικά. Πάντως δεν είναι απίθανο να είχε κάποιες πληροφορίες για τις θεωρίες του διάσημου αυστριακού νευρολόγου και ψυχιάτρου πάνω στα όνειρα και τη σεξουαλικότητα του ατόμου.
- Δες το ενδιαφέρον κείμενο του Μαξ Φρις για την ειλικρίνεια του διανοουμένου στο «Ημερολόγιο του μεταπολέμου», εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 1964, σ. 51-54.
- Δες το κεφάλαιο «Η κοινωνία και το άτομο» στο βιβλίο του C. Anderson «Προς μια νέα κοινωνιολογία», Παπαζήσης, Αθήνα 1986, και ιδιαίτερα τις σελ. 114-116.
- Δες: Παπανούτσου Ε.: «Ψυχολογία», Δωδώνη, Αθήνα 1985, σελ. 144-146. Επίσης: Τομασίδη Χριστοδ.: «Εισαγωγή στην Ψυχολογία», Δίπτυχο, Αθήνα 1982, σελ. 563-564.
- Στη διάλεξη που έδωσε ο Κουντουράς στη Θεσσαλονίκη το 1927 για τον Παλαμά ενώπιον του ποιητή, τονίζοντας εγκωμιαστικά τη βαθύτερη ουσία του Παλαμικού έργου, λέει ότι «είναι η άρνηση του άσχημου και του κακού και η δημιουργική ορμή προς το ωραίο και το μεγάλο». Δες: Κουντουρά Μ.: «Ο Κωστής Παλαμάς και τα ελληνικά νιάτα», Εστία, Αθήνα 1930.
- Ο Γκέρχαρτ Χάουπτμαν πρέπει να επηρέασε επίσης το νεαρό Κουντουρά σε σημαντικό βαθμό. Το ποιητικό δράμα του «Βουλιαγμένη καμπάνα», που τόσο συγκίνησε το θεατρόφιλο κοινό των αρχών του 20ου αιώνα με τον αλληγορικό συμβολισμό του, παίχτηκε και στην Αθήνα στα 1906. Ο Κουντουράς όμως δεν υποτάχθηκε στο Γερμανό δραματουργό, αλλά έδωσε ευρύτερες διαστάσεις στη δική του αλληγορία.
- Δες Γεωργουσόπουλου Κ.: όπ. π., σελ. 265.
- Δες: Δημήτρη Γληνού: «Εκλεκτές σελίδες», Στοχαστής, Αθήνα 1971, σελ. 13-34.
Η εργασία του Χρήστου Μουχάγιερ: «Ο λογοτέχνης Κουντουράς» παρουσιάστηκε κατά τις εκδηλώσεις που οργάνωσαν, για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση (και πενήντα από το θάνατο) του Μίλτου Κουντουρά, οι μαθήτριές του και το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Οι εκδηλώσεις διήρκεσαν δύο ημέρες, 11 και 12 Μαϊου 1990 και είχαν τον τίτλο «Μίλτος Κουντουράς, εκατό χρόνια από τη γέννησή του, διήμερη συνάντηση».
Τα πρακτικά της διημερίδας εκδόθηκαν, ως τόμος, με τον τίτλο: «Μίλτος Κουντουράς – Εκατό χρόνια από τη γέννησή του», Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991.