Ημερολόγιο Μ. Κουντουρά, 1938
Σάββατο, 8 Οκτωβρίου 1938
Σημειώσεις
Προχθές στείλαμε τα επισκεπτήριά μας στον άγνωστό μας χρονογράφο του Ελευθέρου Βήματος κ. Π. Παλαιολόγο για ένα χρονογράφημα που πολύ πάλι μας συγκίνησε. Σήμερα έλαβα μια κάρτα του που δείχνει πως χάρηκε, αλλά που κ’ εμένα πολύ με συγκίνησε. Να τι του έγραφα: (5-10-38)
«Αξιότιμε κ. Παλαιολόγε, Μας συγκινήσατε πάλι με το σημερινό τρυφερό χρονογράφημά σας: ο πρώτος χωρισμός. Η γυναίκα μου το αποτελείωσε σχεδόν με χαρούμενους λυγμούς που επήγαζαν μεσ’ από τη γελαστή αλλά δραματική διάθεση του ωραίου λογοτεχνήματος.
Έτσι για τις συχνές χαρές που μας δίνουν τα χρονογραφήματά σας αισθανόμαστε την ανάγκη να σας σφίξουμε φιλικά το χέρι και να σας εκφράσουμε τα θερμά ευχαριστώ μας!
Με τιμή. Μίλτος Κουντουράς».
Και να τι μου απάντησε σήμερα:
« Αξιότιμε κ. Κουντουρά, Ευχαριστώ την Κυρία Κουντουρά και σας για τα καλά σας λόγια. Προερχόμενα από πνευματικούς ανθρώπους της δικής σας καλλιεργείας είναι για μένα τίτλος τιμής και μ’ ενισχύουν στο δρόμο μου. Έχω παρακολουθήσει κ’ εγώ τους σκληρούς αγώνας σας και επιτρέψτε με να σας πω πόσο εκτιμώ την εκπολιτιστική προσπάθεια ενός παιδαγωγού της περιωπής σας.
Με θερμάς ευχαριστίας. Π. Παλαιολόγος».
* * * * *
ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ
Τετάρτη, 5 Οκτωβρίου 1938
ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Μεγάλη τελετή στην εξώθυρα του σπιτιού. Ξεκινά το παιδί για το σχολείο. Πρώτη φορά σήμερα θα πάρη το δρόμο του θρανίου και στην έκφρασί του είνε διάχυτη η σοβαρότης που επιβάλλουν οι επίσημες στιγμές του ανθρώπου.
Πόσο την περίμενε τη στιγμή αυτή. Από την ημέρα που στερεώθηκε πάνω στα γαμπάκια του κι’ επιχείρησε να διανύη τα δυό μέτρα που χωρίζουν το τραπέζι από το ντιβάνι – το πρώτο και μεγαλείτερο ταξείδι της ζωής – πλάθει με την φαντασία του την εικόνα του σχολείου. Για το σχολείο του μιλούν όταν το μαλώνουν, γι’ αυτό του μιλούν όταν το θωπεύουν. Είνε, κατά τις περιστάσεις, η απειλή και η υπόσχεσις. Το φάσμα του θρανίου επισείουν όταν ατακτεί. Παράδεισος γίνεται το σχολείο τις ώρες των διαχύσεων, ένας παράδεισος όπου τα καλά παιδάκια βόσκουν όλη μέρα καραμέλες μέσα σ’ ένα ωραίο κήπο και το βράδυ που σχολούν τους περιμένει η δασκάλα στην έξοδο, γεμίζει τις τσέπες τους με γλυκά και τους ραίνει με ανθόνερο για να μοσχοβολούν όταν επιστρέφουν στο σπίτι.
Αλλά τώρα η στιγμή έφθασε. Τα έξη χρόνια του έκλεισε ο Γρηγοράκης. Δεν είνε πια μωρό. Έμαθε να δένη το πανταλονάκι του, έχει συνεπώς τη νόμιμη ηλικία για την απόκτησι της σοφίας και, πρωί πρωί, βαδίζει προς το ναό της. Ανήσυχος ήταν ο νυχτερινός του ύπνος, χλωμά είνε τα μαγουλάκια του, τα μάτια του προδίδουν αγωνία για το άγνωστο που τον περιμένει.
Πού είνε η λαχτάρα εκείνη της προτεραίας; Είχε περάσει στους ώμους τα λουριά της σάκκας κι’ έκαμνε από δωμάτιο σε δωμάτιο τις γενικές δοκιμές του. Καμάρωσε την κασετίνα με τα ζωγραφισμένα κλαδιά, που ηχούσαν στα τοιχώματά της μολύβια και κοντύλια. Έβρεξε στο νερό το σφουγγάρι της πλάκας, άπλωσε στην καρέκλα τα νέα ρουχαλάκια που του πήραν για το σχολείο του. Δεν έφερε καμμιά αντίρρησι χθες, όταν τον βούτηξαν στο μπάνιο, τον έτριψαν με πυκτή σαπουνάδα, άνοιξαν τη βρύσι επάνω απ’ το κεφάλι του, του έκοψαν τα νύχια, του καθάρισαν τ’ αυτάκια του, του διώρθωσαν τα μαλλιά.
Τώρα όμως που βρίσκεται στο κατώφλι της εξόδου δοκιμάζει τους πρώτους κλονισμούς. Αν δεν ήταν συνεπής, όπως όλοι οι ανήλικοι, απέναντι του εαυτού του, αν δεν είχε την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια που διακρίνει τα παιδιά, θα πατούσε τις φωνές, θα γύριζε μπρος – πίσω για να πέση στην ποδιά της μαμάς και ν’ αναλυθή σε λυγμούς.
-Όχι σχολείο, δε θέλω, μαμά μου, σχολείο!
Δαγκώνει όμως τη γλωσσίτσα για να μη φανερωθεί το μυστικό, παλεύει για να διασώση το γοητρό του.
Τα ίδια μήπως δεν κάμνεις και συ μαμά; Ρίχνεις κολόνια στo κεφαλάκι του και τα μάτια σου είνε γεμάτα. Γιατί καταλαβαίνεις ότι τελείωσαν τα ψέμματα. Το μωρό έγινε αγοράκι και σου φεύγει. Είνε ο πρώτος χωρισμός. Το διαισθάνεσαι: Από δω και πέρα δεν σου ανήκει. Το σχολείο σήμερα, ο στρατώνας αύριο, η γυναίκα μεθαύριο και πάνω απ’ όλα ο μεγάλος αγώνας της επικρατήσεως. Ορφανεύει η αγκαλιά σου. Δε θα την καταδεχθή πια ο μπέμπης. Θα τον καμαρώνης εσύ, θα σε λατρεύη εκείνος. Αλλά δικός σου δεν είνε. Τον πήρε ο τροχός της ζωής. Γι’ αυτό, έτσι που τον βλέπεις να τον σέρνη από το χέρι ο μπαμπάς και να γυρίζη το μουτράκι για να σου απευθύνη με απόγνωσι ένα βουβό σήμα κινδύνου, σε παίρνει το παράπονο και τρέχεις μέσα για να κρύψης την ταραχή σου.
Θα λησμονούσα τον πατέρα. Παριστάνει το θηρίο της οικογενείας. Σοβαρός και αμείλικτος. Κυματοθραύστης για να να συντρίβωνται στο σακκάκι του τα κύματα της αισθηματικότητος. Απαθής πρέπει να μείνη αυτός. Στρέφεται με αυστηρότητα προς τη μητέρα, δεν του περισσεύει κανένα βλέμμα ιλαρότητος προς το παιδί. Είνε ο «άντρας» και ούτε των άλλων τη συγκίνησι πρέπει να υποπτευθεή, ούτε τη δική του να φανερώση. Αυτός μόνο την ξέρει. Πιο χλωμός κι’ από το νήπιο είνε όταν φθάνη στην πόρτα του σχολείου. Πιο πολύ κι’ απ’ αυτό ταράσσεται στη θέα του δασκάλου. Αν δεν ντρεπόταν… Αν μπορούσε να εκδηλώση ό,τι αισθάνεται. Να του φιλήση τα χέρια και να τον ικετεύση:
-Είνε μεγάλη η στιγμή αυτή, κύριε δάσκαλε. Το παιδί μας σου δίνουμε. Δες το πώς σου το φέρνω. Από της μαμάς του την αγκαλιά το πήρα. Κολόνιες και σαπουνάδες μοσχοβολάει. Πού θα μου το βάλης να καθίση; Πρόσεξέ το από τα ρεύματα και μη μου το κακομιλήσης. Τώχουμε χαϋδεμένο, κύριε δάσκαλε, κι αν μας το μαλώσης θα το πάρη το παράπονο, το μωρό μας.
Αλλά ο πατέρας είνε αυστηρός. Απαγγέλλει μ’ επισημότητα το όνομα και το επώνυμο του μαθητού Γρηγορίου. Κατάπληκτος ο Γρηγοράκης παρακολουθεί τα διατρέχοντα. Δεν ήξερε ότι αυτός είνε ο Γρηγόριος του Ξενοφώντος. Ο πατέρας όμως δεν προσέχει την απορία του παιδιού του. Ούτε γυρίζει να το κυττάξη.
Η φωνή του είνε τραχειά, το βλέμμα του ψυχρό, έχει την έκφρασι του θυμωμένου, παίρνει το ύφος του αμείλικτου τυράννου όταν δίνη τις τελευταίες του οδηγίες.
– Έτσι που είπαμε, κύριε διευθυντά. Όχι χάδια. Άνθρωπος να γίνη, άνθρωπος.
Ψεύτη! Σε ποιόν τα πουλάς; Βγαίνεις στο πεζοδρόμιο και σκουπίζεις τα μουστάκια. Και σ’ αυτά ακόμη έχει κυλήση η υγρασία των ματιών σου.
Π. ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ