“Ο άρρωστος” – Κριτική
Στο Αρχείο του Μίλτου Κουντουρά υπάρχει φάκελος με επιστολές «Ανθρώπων των Γραμμάτων». Σε αυτόν τον φάκελο βρέθηκε, ως χειρόγραφο, και η παρακάτω κριτική του θεατρικού έργου «Ο Άρρωστος», χωρίς επί πλέον στοιχεία για την πραγματική ταυτότητα αυτού που την υπογράφει με το ψευδώνυμο: «Ο Κριτικός».
Είναι άγνωστο, επίσης, αν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής εκείνης.
Ο Άρρωστος
Ονειρόδραμα σε μία πράξη
Μέρος 1ον Το καμένο σπίτι.- Μέρος 2ον Ονείρου οργίασμα. – Μέρος 3ον Ο Άρρωστος
Προ ολίγου καιρού εξεδόθη εν Αθήναις δράμα υπό τον ανωτέρω τίτλον, του οποίου συγγραφεύς τυγχάνει ο άγνωστός μοι κ. Μίλτος Κουντουράς, Μιτυληναίος, και επεθύμουν να το αναγνώσω διότι φίλος συγγραφεύς μοι το είχε συστήσει πολύ.
Η πλέον ή καλλιτεχνική έκδοσις του εν λόγω βιβλίου, έκδοσις ιδεώδης, συναρπάζει τον φιλαναγνώστην, ως συναρπάζει ορεκτικώτατον γεύμα πεινώντα λαίμαργον. Ο εκδότης – συγγραφεύς ουδεμιάς εφείσθη δαπάνης, όπως το έργον του εμφανισθή προ του Δημοσίου με την μάλλον ιδεώδη αμφίεσιν, ομοιάζει δε τον δια πρώτην φοράν γενόμενον πατέρα, όστις δεν γνωρίζει τι να πρωτοαγοράση εις υφάσματα και κοσμήματα δια να φανή το πρωτότοκόν του ωραιότερον εις τα όμματα του κόσμου.
Συγχωρούντες την αδυναμίαν ταύτην του πρωτοβγάλτου συγγραφέως, εξ ης ουδέν απολύτως κερδαίνει το έργον του, ερχόμεθα εις την εξέτασιν αυτού ως δράματος.
Η γλώσσα δεν είναι η μαλλιαρή, αλλ’ η ρέουσα καθομιλουμένη, εκτός της αφιερώσεως, της φερούσης καταφανή τα στίγματα του μαλλιαρισμού:
«Του αδερφού μου του Γιάννη
του Γιατρού, τ’ αφιερώνω».
Υπάρχουν όμως και πολλά άλλα ίχνη ακόμη μαλλιαρισμού, άτινα ο συγγραφεύς εκτήσατο εν τη πνιγηρά ατμοσφαίρα του «Νουμά». Ιδού εν εκ των ολίγων ευτυχώς: «Δεν σκεβόσαστε…» (σελ. 27, στίχ. 15). Προς χάριν του θα το εξελάμβανα ως τυπογραφικόν λάθος, εάν δεν επαναλαμβάνετο και εις την 75 σελίδα (στίχ. 13) «Σκέβεται λίγο». Δι’ όνομα του Θεού! Ποιος είπε ποτέ ή λέγει «σκέβομαι»; Γράφει ο κ. Ψυχάρης εις τον «Ρομπινσόνα» του «καλύβομαι», αντί σκεπάζομαι, αλλ’ ο κ. Ψυχάρης είναι συγγνωστός, διότι δεν γνωρίζει την δημοτικήν, ως ζήσας όλον του τον βίον εν τη ξένη και αποξενωθείς και απολέσας το δημοτικόν γλωσσικόν αίσθημα και μη έχων προχείρους δημοτικάς λέξεις, διότι εκείνος, εάν ενεθυμείτο το «σκεπάζομαι» δεν θα μετεχειρίζετο ποτέ το «καλύβομαι». Αλλά δεν πρέπει να είπωμεν το ίδιον και δια τον κ. Μίλτον Κουντουρά, τον γεννηθέντα και ανατραφέντα εν τη ελληνικωτάτη Μυτιλήνη και ζώντα εν Αθήναις!
Και εκείνα τα ιταλικά μα (ma) ημπορούσαν να λείψουν και ν’ αντικατασταθούν με το αλλά, το οποίον μεταχειρίζεται ο ελληνικός λαός, καθώς και το ωσαύτως ιταλικόν πιο, (piu) ενώ υπάρχει το λαμπρόν ελληνικόν μας πλειό, ον εν χρήσει αντί του πλέον.
Η υπόθεσις του δράματος, έχοντος ως ψυχήν και ως άξονα της εξελίξεώς του την κληρονομικότητα του Ίψεν, συνοψίζεται ως εξής:
Ο Λαέρτης διηγείται εις τον ιατρόν του, ότι, παραλελυμένος ων μέχρις εκφυλισμού, αποφεύγει τον γάμον, δια να μη γεννήση έκφυλα τέκνα. Δεν το κατορθώνει όμως και νυμφεύεται μετά μιας «πόρνης» και γεννάται εκ του γάμου τούτου η Αυγή, η οποία, καθ’ ον χρόνον εκτυλίσσεται το δράμα, είναι «δέκα επτά χρονών», της μητρός της αποθανούσης προ ετών. Νομίζει ότι ανακαλύπτει εις την θυγατέρα του σημεία εκφυλισμού και λυπείται, διότι ο Θεός δεν την έρριξε στες φλόγες του καμένου σπιτιού, όπως είχε ρίξη το παιδί του γείτονός του. Ο αναγνώστης, ο έχων γνώσιν των «Βρυκολάκων» του Ίψεν (Ibsen), αναμιμνήσκεται αμέσως αυτών, αλλ’ ευθύς μετ’ ολίγον και ο συγγραφεύς δια του στόματος του ιατρού τους αναφέρει:
– Γιατί λοιπόν να μην υποθέσουμε, πως οι μικρομελαγχολίες αυτές προέρχονται από κάποια άλλη αιτία κι’ όχι απ’ αυτά τα φαντάσματα και τους βρυκόλακες που λέτε;
Ο Λαέρτης υποθέτει, ότι ένεκα του κληρονομικού εκφυλισμού η κόρη του τον αγαπά με σαρκικάς επιθυμίας και αναφέρει πολλά επεισόδια από τους προς αυτόν τρόπους της.
Ο ιατρός προσπαθεί να τον πείση ότι η κόρη του, ως νέα και ωραία, συνελήφθη εις κάποιαν ερωτικήν παγίδα, αλλ’ ο πατήρ το αποκρούει, εμμένων εις την ιδέαν του:
– Α! όχι, όχι! ποτέ γιατρέ!… Είμαι βέβαιος, το ξέρω, το πιστεύω πως η κόρη μου πάσχει από μια τέτοια αρρώστια. Και μα τον κόσμο όλο, δεν είναι δυνατό να γελιέμαι, δε μπορώ να υποθέσω άλλα πράματα… (δηλαδή έρωτα προς άλλον).
Ο διάλογος εξακολουθεί επί του θέματος τούτου, του μεν πατρός επιμένοντος εις την κληρονομικότητα, του δε ιατρού προσπαθούντος να του αφαιρέση την ιδέαν ταύτην.
Ο διάλογος διαμείβεται εν τη οικία του Λαέρτου το μεσονύχτιον, μετά την επιστροφήν αμφοτέρων από το θέατρον.
Ο ιατρός καλονυκτίζει τέλος τον «άρρωστόν» του και απέρχεται, ο δε Λαέρτης χάνεται υπό την αυλαίαν, μονολογών επί του ιδίου θέματος.
Ενταύθα τελειώνει το πρώτον μέρος ή το σωστότερον η πρώτη πράξις, διότι τα τρία μέρη, εις α είναι διηρημένον το δράμα, είναι τρεις όλαι πράξεις, με όλα τα απαιτούμενά των, καίτοι χρονικώς δεν διακόπτονται ποσώς.
Αίρεται η αυλαία, άρχεται το δεύτερον μέρος και επί της σκηνής η Αυγή κυρία όλης της δράσεως. Έκφυλος καθ’ όλην την σημασίαν της λέξεως, μη έχουσα ή μίαν και μόνον ιδέαν, ένα και μόνον σκοπόν, πώς να σβέση την φλόγα της λαγνείας της. Η Σαλώμη είναι Οσία Μαρία ενώπιον της Αυγής! Ο Βοκάκιος κοκκινίζει προ του Κουντουρά! Επιτίθεται του πατρός της. Μακρός διάλογος σαρκικής υπερπλημμύρας, εκ του οποίου αποσπάσματα αδυνατούμεν να παραθέσωμεν, κηδόμενοι της ηθικής των αναγνωστών μας.
Η Αυγή μετά την εκ της σκηνής αναχώρησιν του πατρός της επιτίθεται με δίψαν σαρκικών ηδονών κατά της υπηρετρίας Ελένης, κατά του υπηρέτου Γιάννη, κατά του ιατρού και τέλος κατ’ αυτού του πατρός της. Εξελίσσονται δε σκηναί, προ των οποίων ωχριώσιν αι ιέρειαι των καφωδείων και των οίκων ανοχής.
Ο Λαέρτης, ασθενής χαρακτήρ, εκδιώκει την Ελένην, φονεύει τον Γιάννην, υβρίζει τον ιατρόν και … παραδίδεται ο ίδιος εις τας σαρκικάς επιθυμίας της θυγατρός του…
Έρχεται ήδη το τρίτον μέρος ή η Τρίτη πράξις. Είναι ημέρα. Ο Λαέρτης κοιμάται επί του καναπέ, ενώ η λάμπα καίει ακόμη, Εισέρχεται η Αυγή. Βλέπει τον πατέρα της και τρομάζει.
– Ω, Θε μου!… ο μπαμπάς μου!… Εδώ κοιμήθηκε τη νύχτα…
… Αχ, πως κοίτεται!… Κάποιο όνειρο θα βλέπη.
(Γονατίζει μπροστά του θέλοντας να διορθώση τη στάση του κεφαλιού του.)
«Ο Λαέρτης στριφογυρίζει με αγωνία, απλώνει τα χέρια του, αρπάζει την Αυγή από τη μέση κι’ όπως στην προηγούμενη σκηνή τηνε φιλά μες τα στήθια δυνατά. Η Αυγή τινάζεται με ορμή, τρομαγμένη από το άναγνο σφιχταγκάλιασμα. Παρασέρνει έτσι μαζί της και το Λαέρτη. Αυτός τραβιούμενος με μισόκλειστα μάτια, αγκαλιάζει σφιχτότερα την Αυγή. Παλεύοντας κυλιούνται μαζί στο πάτωμα».
Λέγει:
– Α!… Μπαμπά!… ΄Αφησέ με!… Ειμ’ εγώ!… Είμαι η Αυγή!… Το παιδί σου!…΄Αφησέ με, μπαμπά!… Βοήθεια!…
Εισέρχεται ο ιατρός, απομένων ενεός, εισέρχονται και οι υπηρέται Γιάννης και Ελένη. Ο Λαέρτης τέλος, «νοιώθοντας κάποιο θόρυβο πετιέται ξετρελλαμένος… Πετιέται κ’ η Αυγή στην άκρη με απερίγραπτο τρόμο… Ο Λαέρτης, σα μεθυσμένος… ορμά προς το συρτάρι του γραφείου του, ανοίγει κι αρπάζει το πιστόλι του …» Επεμβαίνει ο ιατρός:
– Σταθήτε! (Παίρνει το πιστόλι κι απομένει σκεφτικός).
Λαέρτης:
(Τρομάζει βλέποντας το γιατρό).
Εσύ!… Εδώ πάλι!… (Βλέπει την Ελένη) Και συ!… Σας είχα διώξη!…Πώς ήρτατ’ εδώ πάλι!…Η πόρτα είτανε κλειδωμένη… (Βλέπει το Γιάννη) Και συ!… και συ!… και συ!… Σ’ είχα σκοτώση!… Σ’ είχα πετάξη στο δρόμο!…
Ο Γιατρός:
– Συχάστε…
Λαέρτης:
– Σώπα! σώπα!… δε φταίω εγώ!… ΄Εχω καθαρή την ψυχή μου! Επάλαιψα καρτερικά… μα νικήθηκα… Να, τούτη φταίει… (Φουχτώνει χτυπώντας το στήθος του.) Τούτη με νίκησε… Η σάρκα μου!… Θα την ξεσκίσω!…
Και τέλος αρπάζει το πιστόλι από τας χείρας του ιατρού και εξερχόμενος του δωματίου αυτοκτονεί!
Αυτό είναι το όλον του δράματος!
Αλλά πρέπει να είπωμεν, διότι ο συγγραφεύς το αφίνει σκοτεινόν, δια να το μαντεύση μόνος του ο αναγνώστης, ότι το δεύτερον μέρος, δηλαδή το «Ονείρου οργίασμα», δεν είνε πραγματικόν, αλλ’ όνειρον. ΄Ονειρον εκφυλισμένου, όπερ είδεν ο Λαέρτης, ότι εδίωξε τον ιατρόν και την υπηρέτριαν Ελένην, ότι εφόνευσε τον Γιάννη και τέλος ότι εμίανε τα σπλάγχνα του, την θυγατέρα του!
Αλλά με όλην την δραματικήν τέχνην, ην δεξιώς μεν από τεχνικής απόψεως μεταχειρίζεται ο συγγραφεύς, το έργον του δεν είναι ικανόν όχι μόνον να σταθή από σκηνής, αλλ’ ούτε καν ν’ αναγνωσθή! Και προβάλλει αφ’ εαυτού το ερώτημα:
– Προς τι ο συγγραφεύς συνέγραψε το έργον αυτό;
Και έτι πλέον:
– Προς τι το εξέδωκεν;
Ως έργον δραματικόν έχει ζωήν, έχει δράσιν, έχει ίσως και σκοπόν, ον εγώ τουλάχιστον δεν βλέπω, έχει τέχνην, προ πάντων δραματικήν τέχνην, αλλ’ όλ’ αυτά δεν δύνανται να τω προσδώσουν το στοιχείον το απαραίτητον ενός δραματικού έργου: την ηθικήν! ΄Εργον, το οποίον δεν στέκεται ούτε εις την σκηνήν, ούτε εις το βιβλίον, που είναι δυνατόν να σταθή;
– Αλλ’ ο Βοκάκιος δεν είναι μέγας συγγραφεύς, καίτοι γράψας ανήθικα;
Ίσως απαντήση ο συγγραφεύς.
– Αλλ’ ο Βοκάκιος δεν είναι μέγας μόνον δια τα ολίγα ανήθικα διηγήματά του, τα οποία κατά βάθος κρύπτουν ηθικόν σκοπόν, τον σκοπόν της καταλύσεως της ψευδοηθικής και της ψευδοσεμνοτυφίας και της κληρικοκρατίας, αλλά δια τα πολυπληθή ηθικώτατα διηγήματά του. Αλλ’ ακριβώς ένεκα του ανειμένου [1] τινών των διηγημάτων του ο μέγας ούτος συγγραφεύς, ο αναμορφωτής της ιταλικής γλώσσης, ο απελευθερωτής του ιταλικού πνεύματος, ο πρόδρομος της καταλύσεως της παποκρατίας, εις ουδεμίαν οικογενειακήν βιβλιοθήκην έχει είσοδον!
Είναι αληθώς δυστύχημα, ότι νέοι της μορφώσεως και του ταλάντου του κ. Μίλτου Κουντουρά και της υλικής του ανεξαρτησίας, να κάθωνται να καταγίνωνται με τον εκφυλισμόν αδίκως και παραλόγως! Κάθωνται και συνεχίζουν τον Ίψεν και τον Οσκάρ Ουάϊλδ εν Ελλάδι, ακριβώς δια να μη είναι πρωτότυποι! Εφαντάσθη ποτέ ο κ. Μίλτος Κουντουράς ότι, εμπνευσθείς από την Σαλώμην του Οσκάρ Ουάϊλδ το έργον του, κατεστάθη ανώτερος εκείνου και ότι, κυριευθείς υπό της ιδέας του συρμού της κληρονομικότητας, ήτις έχει πατέρα τον Ίψεν, έγινεν ανώτερος εκείνου, ή καν συνεπλήρωσε τον ένα ή τον άλλον;
Ποία βάσκανος Μοίρα ωθεί τους καλούς νέους μας εις τους κρημνούς του Βορρά και δεν θέλουν να είναι ΄Ελληνες συγγραφείς, αντί να επιζητούν να γίνουν Άγγλοι ή Νορβηγοί; Τόσον πολύ εξέπεσεν εν αυτοίς ο Ελληνισμός;
– Αλλ’ η Τέχνη (λέγουν) δεν έχει πατρίδα!
Ψεύδος! Ποία Τέχνη δεν έχει την επήρειαν του ουρανού, του εδάφους, του αέρος του περιβάλλοντος, εν ω εδημιουργήθη;
Εάν ο Φειδίας εσκέπτετο ως Νορβηγός, δεν θα εδημιούργη τον αθάνατον ελληνικόν Παρθενώνα, αλλ’ άλλο τι, το οποίον δεν μας παρουσίασεν ακόμη ο Νορβηγός καλλιτέχνης! Παρθενώνα όμως ποτέ! ποτέ!
Μήπως εστείρευσαν αι ελληνικαί πηγαί; Δεν έχομεν αρχαία Ελλάδα, δεν έχομεν ρωμαϊκήν, δεν έχομεν μεσαιωνικήν, δεν έχομεν αρματωλικήν δεν έχομεν σύγχρονον;
Διατί λοιπόν η αγγλοποίησις και η νορβηγοποίησις του ελληνικού πνεύματος; Ας αφήσωμεν τα ξένα εις τους ξένους και ας ασχοληθώμεν εις ιδικά μας, εις ελληνικά θέματα! Ο Λαέρτης δεν είναι Έλλην, καίτοι φέρει προομηρικόν όνομα! Ο κ. Μίλτος Κουντουράς του έβαλε ξένην ψυχήν! Είναι λογικόν ότι οι Έλληνες, ημείς δυνάμεθα να δημιουργήσωμεν τεχνικώτερον ξένην ψυχήν, ην δεν γνωρίζομεν, ην δεν εσπουδάσαμεν, ην τέλος δεν αισθανόμεθα από του να δημιουργήσωμεν μίαν Ελληνικήν ψυχήν, ην γνωρίζομεν, σπουδάζομεν καθημερινώς και αισθανόμεθα; Διατί φιλοδοξούμεν να μετερχώμεθα τον μαθητευόμενον αντί του διδασκάλου;
Πόσα χρήσιμα ελληνικά πνεύματα χάνονται τοιουτοτρόπως! Δεν είναι μόνον ο κ. Μίλτος Κουντουράς, όστις εξ άπαντος θα χαθή, αν δεν γίνη Έλλην συγγραφεύς, αλλά και ο κ. Καζαντζάκης και … τι λέγω; Και αυτός ο κ. Παλαμάς εις τα περισσότερα έργα του, τα από δεκαπενταετίας και εντεύθεν είναι ξένα, με όλας τας προσπαθείας, ας καταβάλλει ίνα ενδύση τα έργα με ελληνικάς υποθέσεις!
Είναι δυστυχώς πολλά ελληνικά πνεύματα χαμένα πλέον και δεν δύνανται, ως εκ της κεκτημένης ταχύτητος, να επιστρέψουν οίκαδε, αλλ’ ο κ. Μίλτος Κουντουράς νέος με τόσην μόρφωσιν και με τόσην εν εαυτώ δύναμιν τέχνης και ψυχής, έχει όλον τον καιρόν να επανακάμψη εις τον … Ελληνισμόν, εξ ου ελιποτάκτησεν!
Ο ΚΡΙΤΙΚΟΣ
Παραπομπές
[1] ανειμένος, χαλαρωμένος, ακόλαστος, παραλυμένος : «ήθη ανειμένα»
Το κείμενο μεταγράφηκε στο μονοτονικό και διατηρήθηκε η ορθογραφία του χειρογράφου.