Ο πρώτος διορισμός μου στη Βολισσό της Χίου
του Μίλτου Κουντουρά
ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Η θλιβερή εισαγωγή
Ο πρώτος μου διορισμός είχε λοιπόν αποτύχει. Η Βολισσός το μόνο καλό που είχε για μένα ήτανε τούτο: ότι θα είχα κοντά μου τον αδελφό μου, το γιατρό που έμενε στη Χίο. Όσο για τ’ άλλα, δεν ήξερα τι είναι Βολισσός. Άκουα μονάχα εδώ κ’ εκεί κάτι φήμες, κ’ οι φήμες αυτές δε μου τηνε παράσταιναν και ολότελα αποκρουστική. Μα ο διορισμός μου εκεί ως ελληνοδιδασκάλου και όχι σχολάρχου καθώς μου είχαν υποσχεθεί με είχε αποκαρδιώσει και μου είχε κόψει λίγο την όρεξή μου. Ως τόσο ετοίμασα τα πράγματά μου και φρόντιζα να μάθω ποιο βαπόρι θα ήτανε καταλληλότερο για να φύγω στη θέση μου.
Κ’ η όρεξη που μεγάλη μού είχε αναπτυχθεί όλο το καλοκαίρι με την αναμονή του Σεπτεμβρίου μου ξαναγεννήθηκε πάλι σε λίγο. Εξακολούθησα πάλι να μελετώ διάφορα παιδαγωγικά βιβλία και να ονειροπολώ ένα Σχολειό όπως εγώ το φανταζόμουν και όπως το ήθελα.
Μα μ’ ετσάκισε κυριολεκτικά η Επιστράτευση του 1915. Ολότελα απελπισμένος εγκατέλειψα με μια οδυνηρή και τραγική και αναγκαστική απόφαση τα όνειρά μου, το σπίτι μου, τα πράγματά μου. Έφυγα με βεβαιότητα σχεδόν πως δε θα ξαναγυρίσω πια… Τι μπορούσα τώρα πια να σκεφθώ; Το Σολειό, ήτανε πια για μένα ένα ευτυχισμένο μα χαμένο πια όνειρο. Για τη ζωή, αυτό μου άνοιγε καινούργιους δρόμους ευχάριστης ασχολίας. Ελεεινά τώρα καταστρεφότανε κι αυτό το απλό και ταπεινότατό μου όνειρο. Τ’ άφηνα όλα μια για πάντα για να πάω στον πόλεμο!…
Η κακομοιριά, ίσως της Ελλάδας ήταν η αφορμή του ξαναγυρισμού μου. Μετά δέκα μήνες ξαναγύρισα αν όχι εντελώς καταστραμμένος, όχι όμως και γερός πια άνθρωπος. Ψυχικώς και σωματικώς ήμουνα άρρωστος. Μπορώ να πω ότι ο στρατός και τώρα καθώς κι όταν έκαμνα την πρώτη μου θητεία μού έδωκε δυνατό χτύπημα. Εδάμασε κάπως τους αδάμαστους εσωτερικούς μου κόσμους, ετσάκισε τα φτερά με τα οποία έκανα άλλη φορά τόσο δυνατά και ανήμερα πηδήματα. Κάποτε μια γυναίκα, τώρα ο στρατός κι αργότερα ίσως οι βιωτικές ανάγκες μ’ έριξαν με τσακισμένα φτερά, από τα σύννεφα που πετούσα, μέσα στους λερούς δρόμους των πόλεων που ζούσαν βρώμικοι άνθρωποι…
Μετά δέκα μήνες γύρισα στο χωριό μου γεμάτος ανία κι αποκαρδίωση. Δυό μήνες, που πήγα εκεί για να ξεκουραστώ, δυό μήνες τους πέρασα στο κρεβάτι. Αρρώστησα με τύφο και πρωτού συνέρθω ακόμα έγινε ο χωρισμός των δύο Ελλάδων. Άρρωστος έφυγα από το σπίτι μου γιατί υπόφερνα ακούοντας και μαθαίνοντας τα πολιτικά της πατρίδας μου. Αν μπορούσα θα ήθελα να έφευγα κ’ εγώ στην Αμερική, αλλά δε μπορούσα.
Ο Σεπτέμβριος πια πλησίαζε να τελειώσει κ’ εγώ ακόμα δεν είχα παρουσιασθεί στη θέση μου. Η αρρώστια μου από τη μια, κι από τ’ άλλο μέρος η απαγόρευση των Αγγλογάλλων, που δεν επέτρεπαν στον επίστρατο πληθυσμό του νησιού μου να ταξιδέψει, ήταν οι αιτίες της αργοπορίας μου. Η περσινή όρεξη του Σχολειού με είχε πια εγκαταλείψει. Δεν εφρόντιζα να μάθω που θα πήγαινα, τι θα δίδασκα, ποιους θα έβρισκα. Ήθελα όμως να πήγαινα πια στη Βολισσό, ίσως και σύχαζε λιγάκι το κεφάλι μου από τις ταραχές που μου προξενούσε η πολιτική κατάσταση. Θα πήγαινα ίσως για λίγες μέρες εκεί, ίσως και να μην πρόφθαινα να πάω. Να έφευγα, όμως, να έφευγα ήθελα μακριά, σε κάποιον ήσυχο τόπο, και ναύρισκα εκεί, έστω και για λίγες μέρες λίγη ησυχία και κάποιαν ενασχόληση. Η Βολισσός ίσως θα μου έκαμνε αυτό το καλό. Γι’ αυτό έφυγα κι όταν έφθασα στη Βολισσό είχα πυρετό ακόμη…
Οι σχέσεις με τους δασκάλους
Εσκεπτόμουνα πολύ πρωτού φθάσω ακόμα στη Βολισσό για τους άλλους συναδέλφους που θα εύρισκα εκεί και προ παντός για κείνον με τον οποίον θα συνεργαζόμουν στο ελληνικό Σχολείο. Ευτυχώς ο ελληνοδιδάσκαλος αυτός ήταν άνθρωπος θαυμάσιος. Νέος, ήρεμος, γλυκός, μ’ ένα λόγο πολύ καλόβουλος άνθρωπος. Δεν είχε ούτε σκιά ψωροεγωισμού, πράγμα που μ’ έκαμνε κ’ εμένα ολωσδιόλου ταπεινό. Σε τίποτε, πουθενά δε θέλησα να δείξω πως είμαι προϊστάμενος, απεναντίας μάλιστα στο παραμικρό έτρεχα σ’ αυτόν και τον συμβουλευόμουνα. ΄Ηταν αυτό ευτύχημα για μένα. Γιατί αν ήταν κανένας μικροεγωιστής θα μ’ ερέθιζε κ’ εμένα και, καθώς συμβαίνει πολλές φορές μ’ εμένα σε τέτοιες περιστάσεις, θα γινόμουνα κ’ εγώ πιο μικροεγωιστής μέχρι σιχαμάρας. Και θα είχαμε γκρίνιες και γινάτια. Και τ’ άλλα παιδιά του Δημοτικού Σχολειού ήταν χρυσά. Γρήγορα τα ταιριάσαμε με όλους, ήμαστε διαρκώς μαζί, γλεντούσαμε και λέγαμε ο ένας τ’ αλλουνού τα μυστικά μας. Μονάχα ο διευθυντής του Δημοτικού Σχολειού μού φάνηκε από μιας αρχής ανειλικρινής και στρυφνός.
Η εντύπωση στα παιδιά
Τι εντύπωση θα έκαμνα στα παιδιά; ΄Ηταν αυτό μια απορία, που πάντα με κάποια συγκίνηση και κάποιο φόβο περνούσε από το νου μου. Ο συνάδελφός μου – ας τον ονομάσουμε Κ.Γ. – μου μίλησε γι’ αυτά όχι με πολλήν εκτίμηση για την ηθική και πνευματική τους ανάπτυξη. Μα εγώ δεν έδωκα στα λόγια του καμιά προσοχή. « ΄Όλα τα παιδιά, παντού» έλεγα « είναι τα ίδια. Κακοί ή καλοί είναι οι δάσκαλοι, που θα τα μεταχειριστούν…» Κ’ έτσι ο Κ.Γ. με οδήγησε την άλλη μέρα στο Σχολειό. ΄Εδειχνα αδιαφορία και σοβαρότητα στα παιδιά όλα που μ’ εξέταζαν με μεγάλη περιέργεια και σιγοψιθύριζαν αναμεταξύ τους. ΄Εκανα πως δε δίνω καμιά προσοχή και μιλούσα διαρκώς τον Κ.Γ. και τους άλλους δασκάλους, μα μένα ο νους μου ήτανε στα παιδιά. Φοβόμουνα μην τους φανώ σε τίποτα γελοίος. Μια-δυό μέρες με βασάνιζε μια άσπρη τούφα που είναι μες τα μαύρα μαλλιά μου. Στην τάξη ενόμιζα πως ψιθύριζαν κ’ έλεγαν διαρκώς για την άσπρη τούφα. Κάποτε μου φάνηκε πως μόλις συγκρατούσαν τα γέλια τους. Μα εγώ έδειχνα σα να μη νοιώθω τίποτε, γιατί το θεωρούσα ολέθριο να τους μαλώσω από υποψία πως με κοροϊδεύουν. Θα ήταν τότε σα να τους προκαλούσα να με κοροϊδέψουν… Κ’ έσκυφτα όσο μπορούσα, επίτηδες για να χορτάσω την περιέργειά τους, να συνηθίσουν κάθε μου ατέλεια εξωτερική και να στραφεί αμέσως αλλού ο νους τους.
Το βέβαιο είναι πως είχα κ’ εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και δεν ταράχτηκα καθόλου όταν έμεινα μόνος με τα παιδιά. Μάλλον περίμενα θαυμασμό από μέρους τους, κ’ ήλπιζα πως σιγά-σιγά θα το επιτύχαινα. Το εξωτερικό μου δεν είχε τίποτα το γελοίο. ΄Ημουνα λαμπρά ντυμένος, και προσπαθούσα να δείξω κάθε είδους πολυτέλεια. Εκάπνιζα ακριβά τσιγαρέττα κ’ έπαιζα στα χέρια μου πολυτελείς αλυσσίδες και κομβολόγια. Τα θεωρώ όλ’ αυτά χρήσιμα για την πρώτη επιβολή. Έπειτα η φωνή μου δεν ήταν αποκρουστική, συνέβη μάλιστα πολλές φορές σε πράγματα όχι πολύ ενδιαφέροντα, να τους παρασέρνει και να τους κρατάει πολύ προσεχτικούς, απλώς ο τόνος που έδινα στη φωνή μου.
Εκτός όμως απ’ αυτά ήξερα καλά τον εαυτό μου. Η πρώτη εντύπωση που έκαμα πάντοτε παντού ήτανε: σοβαρού νέου. Αυτό θα έκαμνε να επιβληθώ και στα παιδιά. Μα δεν ήθελα πάλι και να είμαι σοβαρός σε τέτοιο βαθμό ώστε να με φοβηθούν, γι’ αυτό εύρισκα πολλές φορές ευκαιρία να τους μιλώ ολωσδιόλου σαν παιδί και σαν φίλος τους, με σκέψη και με αισθήματα παιδιάτικα, σαν τα δικά τους.
Η εντύπωση από τα παιδιά
-Κοίτα, μου έλεγε ο Κ.Γ., τι βρώμικα παιδιά! Ένας δεν είναι παπουτσωμένος. Ξεσκισμένοι, λεροί, πασαλειμμένοι με χώματα. Μαθηταί είναι αυτοί ή παιδιά του δρόμου…
Και πραγματικώς μέσα σε πάνω από διακόσια παιδιά μόλις έβλεπες ένα ή δυό να φοράνε παπούτσια, κάλτσες και φορέματα της προκοπής. Ξεσκούφωτοι, ξυπόλυτοι, μ’ ένα φαντό πουκάμισο ή ποδιά και μ’ ένα κοντό πανταλόνι, κυλιούμενοι κυριολεκτικώς μες τα χώματα κατά τα διαλείμματα κάθε άλλο έμοιαζαν με μαθητές απ’ αυτούς που ξέρουμε εμείς στις πολιτείες.
Μου έκαμεν εντύπωση η ζωηρότητα και μπορεί να πει κανείς, η λύσσα με την οποία έπαιζαν. Απόρησα με το παιγνίδι που έπαιζαν όλοι ανεξαιρέτως: Συμπλέκοντας τα χέρια τους, ράχη με ράχη, έκαμαν πηδήματα εναλλάξ ο ένας υποστηρίζοντας τον άλλον και τρέχοντας σαν τρελοί καρκινοβατικώς. Το παιγνίδι το έλεγαν ξυλόβαρκα. Κάθε ζεύγος προσπαθούσε να νικήσει το άλλο δίνοντάς του άγριες κλωτσιές και πολλές φορές πετιόντουσαν κατά γης σαν κουβάρια, μέτρα μακριά, οι νικημένοι. Ζεύγη πολεμούσαν με ζεύγη, ομάδες με ομάδες, και συχνά μια τάξη ολόκληρη έτοιμη περίμενε στην αυλή κατά την έξοδο την άλλη τάξη για να της επιτεθεί λυσσαλέα.
Κάποτε το παιγνίδι αυτό παρουσίασε μια τέλεια εικόνα ναυμαχίας. Εφώναξα μερικά παιδιά της μεγάλης τάξης να την παρακολουθήσουν. Την παρομοιάσαμε με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Είδαμε μεγάλες και μικρές τριήρεις να τρέχουν άλλες σα χελιδόνια κι άλλες αργά σα χήνες, άλλες να ορμούν, άλλες να το κόβουν λάσπη έντρομες κι άλλες να βουλιάζουν και να τσακίζονται. Εγνωρίσαμε το πλοίο του Θεμιστοκλή και της Αρτεμισίας, αστειευθήκαμε για κάτι μικρά και ύπουλα τριηράκια και γελάσαμε με τον Κ.Γ. που, καθήμενος αναπαυτικά σ’ ένα κάθισμα, από το ύψος της μικρής σκάλας, παρακολουθούσε μακαρίως σαν άλλος Ξέρξης τη σύγκρουση.
Μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως τέτοιο παιγνίδι ταίριαζε σε τέτοια παιδιά. Ξυπόλυτοι καθώς ήταν όλοι και κακοντυμένοι, δεν είχανε να φοβηθούν ούτε σοβαρά χτυπήματα ούτε και να λερώσουν τα ρούχα τους. Όσο για τη ζωηρότητα που έβλεπα, αυτή ταίριαζε στην ηλικία τους κι αυτό μου προξένησε μεγάλη ευχαρίστηση.
Αλλά και η γενική ξυπολυσιά και η ατημελησία στα ρούχα τους,, όσο κι αν μου έκαμε στην αρχή δυσάρεστη εντύπωση, εύρισκα αμέσως κατόπι σκεπτόμενος πως θαυμάσια ταίριαζε με τις δικές μου ιδέες και τις αρχές. Μη δεν ήμουνα πάντα φανατικός θιασώτης της «κατά φύσιν ζωής» ; Ναι, λοιπόν! Δε θα τους έλεγα τίποτε γι’ αυτό το ζήτημα. Θα τους άφηνα τελείως στη διάθεσή τους. Κι όσο κι αν σ’ ένα παιδί της ηλικίας αυτής ταιριάζει το καπέλο, και κυρίως η κάλτσα και το μπουτινάκι, όμως η αμεριμνησία της ξυπολυσιάς του δίνει τελεία ελευθερία της κινητηρίου ορμής του και του προστατεύει την υγεία του. Και το είδα αργότερα αυτό. Ξυπόλυτοι εξακολουθούσαν να έρχονται κι όταν άρχισαν οι βροχές και με τα ίδια πουκαμισάκια οι περισσότεροι κι όταν άρχισε το κρύο. Όταν κάποτε πάλι τους είπα, στην τάξη, να κλείσουν το παράθυρο γιατί μερικούς τους προσέβαλε ο αέρας, όλοι εγέλασαν και είπαν πως αυτούς τέτοια πράγματα δεν τους πείραζαν. Μερικοί ήσαν πολύ γερά παιδιά. Δυστυχώς όμως κανένας απ’ αυτούς δεν ετρεφότανε καλά. Οι γονιοί, άλλη από φτώχια κι άλλοι από τσιγκουνιά δεν ετοίμαζαν για τα παιδιά τους πάντοτε την τροφή που τους έπρεπε. Κι αυτό το έμαθα και το είδα αργότερα.
Ήξερα από τα παιδιάτικά μου χρόνια κι από παρατηρήσεις μου κατόπι σε διάφορα επαρχιακά Σχολειά, πως τα παιδιά, από κακή βέβαια διαπαιδαγώγηση και παλιά συνήθεια, φοβούνται τους δασκάλους των. Κάτι τέτοιο περίμενα κ’ εδώ, κ’ έλεγα μέσα μου να το διορθώσω όσο μπορέσω, να δώσω μεγάλη ελευθερία στα παιδιά, να γίνω φίλος των αγαπημένος. Με έκπληξή μου όμως είδα ότι εδώ δε συνέβαινε το ίδιο. Ίσως, επειδή δεν είχαν πολύ αυστηρούς δασκάλους (ο Κ.Γ. είναι υπερβολικά μαλακός και τον αγαπούν τα παιδιά), διατήρησαν κάποια ελευθερία και ανεξαρτησία πράξεων. Δεν έδειχναν μεγάλη συστολή στους δασκάλους των και πολλές φορές τους αντιμιλούσαν. Αυτό εμένα κατά βάθος μου άρεσκε γιατί εσκεπτόμουνα ότι αυτό θα είναι αφετηρία του άλλου πολύ σπουδαίου καλού, της ελευθερίας της σκέψεώς των. Γι’ αυτό μ’ ευχαρίστησή μου σχεδόν ήκουσα ότι πέρσυ η Ζ΄ τάξη που φέτος εσχημάτισε την Η΄ που θα δίδασκα εγώ, επανεστάτησε εναντίον του δασκάλου της, του μακαρίτη Δ…, επειδή τους έδειρε κάποτε όλους ανεξαιρέτως, και την άλλη μέρα δεν πάτησε κανείς στο μάθημα… « ΄Α!» σκεπτόμουνα με χαρά «φτάνει έως εκεί η πρωτοβουλία τους! Δεν είναι άσχημο για μένα ένα τέτοιο υλικό!».
Αλλά δυστυχώς δεν πέρασε πολύς καιρός και αντιλήφθηκα ότι η ελευθερία αυτή στις πράξεις των δεν εξαπλωνότανε και στη σκέψη τους. Με σάστιζαν κυριολεκτικώς τις πρώτες μέρες με τις φωνές τους « Κύριε, τούτο… Κύριε κείνο…» με το να μου φλυαρούν διάφορα πράγματα ανόητα και χωρίς ενδιαφέρον που εγώ μ’ ευχαρίστηση τα άκουα συλλογιζόμενος μονάχα πως, με τρόπο, να τους φέρω στα νερά μου και στον δικό μου τρόπο του σκέπτεσθαι. Μόλις όμως τους ετραβούσα σε άλλους δρόμους που θα έπρεπε να εργασθούν με το μυαλό τους και να δημιουργήσουν, έβλεπα με μεγάλη μου λύπη και στενοχώρια πως το μυαλό τους εσταματούσε κ’ η γλώσσα τους δενότανε…
« Οι δάσκαλοι, οι δάσκαλοι!…» έλεγα μέσα μου στην αρχή, αλλά ύστερ’ από λίγον καιρό έλεγα: «Η Πολιτεία, η Πολιτεία!…» Και γιατί σκεπτόμουνα έτσι, θα το αναπτύξω ίσως αργότερα.
Βολισσός Χίου, 1915