Κλείστε τα Σχολειά – 7.Η Κοινωνία

Αϊδίνι, Νοέμβριος 1921. "Οι Νεοσύλλεκτοι", σημειώνει στη ράχη της φωτογραφίας ο Μίλτος Κουντουράς, έφεδρος υπολοχαγός και διοικητής του 13ου Λόχου.

Κλείστε τα Σχολειά – 7.Η Κοινωνία

του Μίλτου Κουντουρά

Όλοι έχουνε το μερτικό τους μέσα στη σιωπηλή, αλλά πολύ τραγική αυτή ιστορία, και χρειάζεται μελέτη στοχαστική κ’ επιστημονική διείσδυση για να κατορθώσει κανείς σωστά ν’ ανεύρει τα πρώτα – πρώτα μολύσματα απ’ όπου κακοφόρμισε και δηλητηριάστηκε όλος ο οργανισμός μας. Αλλ’ αφού εγγίσαμε μόνο, χωρίς και να θελήσουμε πολύπλοκα ν’ αναλύσουμε τις αφορμές που παράλυσαν την Εκπαίδευσή μας, ας ρίξουμε σήμερα και μια ξεχωριστή ματιά στην Κοινωνία μας, που όφειλε σαν την κερήθρα οι μέλισσες και σα Βασίλισσά της να περιποιηθεί το Σχολειό και το Δάσκαλο, αν ήθελε να μη φτάσει ποτέ να δει τα νέα σμάρια της λαό κηφήνων και τις νέες κυψέλες παράφρονα πορνοστάσια και οίκους μολυσμάτων!

Η Κοινωνία μας! Όλοι εσυνηθίσαμε να βρίζουμε και ν’ αναθεματίζουμε το περιβάλλον μας, χωρίς να θέλουμε να δούμε πως πρώτοι εμείς, και χωριστά ο καθένας μας, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τη διαφθείρουμε. Υψώνουμε όλη μέρα τη γροθιά μας, για να μας δουν και να μας ακούσουν, ενάντια σ’ αυτό το πορνεμένο σπίτι, και τη νύχτα, πατώντας στις μύτες των ποδιών μας, γλιστράμε κρυφά μες στα σκοτάδια και τρυπώνουμε μέσα για να επιτελέσουμε τ’ ανόσια όργιά μας!… Κουτοί είμαστε;

Και γίνεται αυτό ακριβώς και στην Εκπαίδευσή μας, όπως και σε κάθε άλλη κοινωνική μας εκδήλωση. Όλοι μας φωνάζουμε ότι δεν έχουμε σχολειά, ότι οι δασκάλοι μας πρέπει ν’ ανυψωθούν υλικά και ηθικά, ότι τα παιδιά μας μένουν αγράμματα, ότι το Σχολειό είναι ο μαντικός καθρέφτης του μέλλοντος της Φυλής μας… Αλλ’ όμως χειρονομώντας θεατρινίστικα γι’ αυτά, με το δάχτυλο του δεξιού μας χεριού υψωμένο, τσαλαβουτάμε με το ζερβί μας μέσα στο ίδιο το αίμα μας, ζητώντας να γεμίσουμε τη βρωμερή μας τσέπη σήμερα κι ολότελ’ αδιαφορώντας για την αυριανή μας δυστυχία…

Άκουσα μορφωμένους ανθρώπους, και νεωτεριστές μάλιστα, να κομψεύουνε ρητορικές φράσεις, θαυμάσια εκθέτοντας την κατάσταση των Σχολειών, και τους είδα σε λίγο ανεβασμένους σε κυβερνητικές και δημόσιες θέσεις να φέρνονται προς το Σχολειό και το Δάσκαλο τόσο αδιάφορα και κοροϊδευτικά όσο και οι προκάτοχοί τους!… Κ’ είδα μια Κοινωνία πολύ γνωστή μας ν’ αποφασίζει σε συμβούλιο από γονιούς μαθητών και να προτιμά να μένουνε κλειστά και γεμάτα από πρόσφυγες τα Σχολειά, παρά να δεχτεί επίταξη μερικών σπιτιών τους… Σ’ ένα πολύ αγαπητό μου χωριό οι προύχοντες του κάποτε είχαν παρασυρθεί για μια στιγμή κι αποφάσισαν να χτίσουν ένα ωραίο Σχολειό μαζεύοντας τα πουλίμια(*) των λαδιών του χωριού τους. Αλλά ο Διοικητής κι ο Επιθεωρητής έδειξαν αχαραχτήριστη αδιαφορία, η επιτροπή που καταρτίστηκε έπνιξε τον ενθουσιασμό της μες στα μικροσυμφέροντα των μελών της, το λάδι των πουλιμιών καταστάλαξε τέλος μες στις βαθύκολπες τσέπες των εργοστασιαρχών, ενώ ο προκατακλυσμιαίος στάβλος που στεγάζονται τα παιδιά τους κινδυνεύει καμιά ώρα να τα θάψει μες στα χαλάσματά του…

Και ξέρω μια Κοινωνία, σ’ ένα γειτονικό μας νησί, που τον περασμένο χειμώνα, δέκα μονάχα άνθρωποί της —κ’ εκείνοι συνάδερφοί του!— παρακολούθησαν το λείψανο ενός γέρου καθηγητή που δίδαξε σαράντα ολάκερα χρόνια στο Γυμνάσιό της, και δεν υπήρχε κάτοικος που να μην εχρημάτισε κάποτε μαθητής του! Αλλά οι περίφημοι αυτοί γονιοί ούτε τα παιδιά τους, που ήταν μαθητές ακόμη του μακαρίτη, δε φρόντισαν να στείλουνε στην κηδεία, αφού από μέρος του δε θα υπήρχε πια ο φόβος του βαθμού!

Αυτό ακριβώς! Ο φόβος του βαθμού που γίνεται αφορμή τόσης ηθικής διαφθοράς και στα παιδιά και θα έπρεπε να εκλείψει, είναι το μόνο πράγμα που κινεί και τους γονιούς να πλησιάσουν, τις τελευταίες μέρες του έτους, και να κάνουν εκείνα τα σιχαμερά και ανήθικα κομπλιμέντα προς τους δασκάλους. Άνθρωποι που πάντα αγνόησαν το δάσκαλο, ή που συμπεριφέρθηκαν υπεροπτικά και ειρωνικά απέναντι του, τον πλησιάζουν κατά το Μάιο και Ιούνιο με το χαμόγελο στα χείλια και την υστεροβουλία στο μυαλό. Μιλούν κι αυτοί για τον ξεπεσμό του Σχολειού, «Αχ, αυτοί οι πόλεμοι… το Κράτος που δε φροντίζει… η Κοινωνία…», και καταλήγουν με χίλιες και δυο περιστροφές στο σκοπό τους. «Ναι, το παιδί είναι πολύ αδύνατο, δε μελετά, τι να τονε κάμω… μα εσείς είσαστε πολύ καλός, δε θα το κάνετε ποτέ αυτό να τ’ αφήσετε στην ίδια τάξη… Βλέπετε η ηλικία του, τα έξοδα, ο στρατός, οι δουλειές μας… Κ’ έννοια σας, δε θα μετανιώσετε γι’ αυτό…». Και μπορεί η ανηθικότητά τους να φτάσει και σε δωροδοκία, αν αισθανθούν το δάσκαλο ότι λυγίζεται από τη βιοτική ανάγκη, ή ότι βρίσκεται στο ίδιο ηθικό επίπεδο μ’ αυτούς…

Μέσα σε τέτοιο περιβάλλον γεννιέται, ανατρέφεται, μεγαλώνει το παιδί. Βλέπει, ακούει, διαισθάνεται, πιστεύει, συμμορφώνεται, εγκολπώνεται την τέτοια κατάσταση. Ποτέ δε θα μπορέσει να δει τις συνέπειες, ποτέ δε θ’ αποχτήσει τα ιδανικά που θα το οδηγήσουν στις ωραίες χειρονομίες και στην πραγματική επανάσταση. Απεναντίας θα υπερβάλει σε κακοήθεια και διαφθορά τους σημερινούς γονιούς του.

Ένα χαραχτηριστικό επεισόδιο που είδα προχτές ακόμη, δίνει όλη την έχταση του κακού με το κωμικοτραγικό ξετύλιγμά του. Ένας άθλιος μαθητής που είχε τιμωρηθεί με πολύμερη αποβολή για κάποιο παράπτωμά του, παρουσιάστηκε στο Σύλλογο [των καθηγητών] ζητώντας το λόγο της τόσης αυστηρότητας. Αλλά η απόφαση πια είχε εκδοθεί, και βλέποντας πως τίποτε δε θα κατόρθωνε, άρχισε μ’ ένα κωμικό παροξυσμό οργής να βρίζει τους παιδαγωγούς του: «Καλά σας λένε δασκάλους… είσαστε άξιοι της τύχης σας!…». Σε λίγο η σχετική ενέργεια έγινε από τους δικούς του, και το Υπουργείο ελάττωσε σ’ ένα ελάχιστο όριο την ποινή που είχε επιβάλει ο Σύλλογος. Ο μαθητής ξαναγύρισε στο σχολειό, και μεθαύριο θα πάρει το απολυτήριό του.

Πάνω στο επεισόδιο αυτό μπορεί άπειρα πράγματα να σκεφθεί κανείς. Ο μαθητής αυτός με όλη την αθλιότητά του είναι η χθεσινή, η σημερινή κ’ η αυριανή Κοινωνία. Από το σπίτι κι από τη γύρω ζωή του εμόρφωσε κιόλας την ιδέα του για το σχολειό και το δάσκαλο. Το Κράτος τον εβεβαίωσε πως έχει δίκιο στην εχτίμησή του. Αύριο, αυτός με λύσσα, κι ο συνάδερφός του με την ειρωνεία στο στόμα, θα δώσει τα νέα ανισόρροπα χτυπήματα αυτοχτονίας. Το Κράτος που θα το διοικήσουνε πάλι οι ίδιοι άνθρωποι ποτέ δε θα σκύψει να δει τις αφορμές. Το ροδάνι θα κυλάει. Κι ο δάσκαλος θα εξακολουθήσει να ’ναι άξιος της τύχης του, κ’ η Κοινωνία άξια της δικής της !

Κ’ ύστερ’ απ’ όλα αυτά —και πόσα άλλα!— γιγαντώνεται γύρω στο δάσκαλο ο θρύλος. Όλα μαζί και ο μισθός ξεχωριστά, συνεργάστηκαν για το πόμπεμά του. Κι ο θρύλος αυτός, που κυκλοφορεί και τρέφεται από τέτοια Κοινωνία, είναι ανυπολόγιστο βάρος, σαν κατάρα πατροπαράδοτη που του βαραίνει τους ώμους και δεν τον αφήνει να σηκώσει κεφάλι. Κι η ταπείνωση αυτή φτάνει σε βαθμό που να πιστέψει κι αυτός ο ίδιος σαν κάτι ατιμωτικό το επάγγελμά του και να τ’ απαρνηθεί πολλές φορές από φόβο μη διακρίνει την κοροϊδευτική σκιά στη φυσιογνωμία ή και στα πρόστυχα λόγια του συνομιλητή του… «Ω! δάσκαλος!…».

Ε! μια Κοινωνία λοιπόν τέτοια που το Σχολειό και το Δάσκαλό της τόνε κατάντησε σ’ αυτά τα χάλια, είναι αδύνατο ποτέ να ορθοποδήσει και να θρέψει ιδανικά… Τα άτομά της θα βολοδέρνουν και θα κυλιούνται μεθυσμένοι και ρυπαροί, μοιραίοι κι απελπισμένοι, σα σκουλήκια πάνω στο ψοφίμι, που για κακή τους μοίρα ζητούν αδηφάγα να την καταβροχθίσουν για να καταστραφούν κι αυτά μια ώρα αρχύτερα…

 

(*) πουλίμια : κατάλοιπα από την επεξεργασία του λαδιού