Σχολείο και ζωή – 10.Η Κοσμοθεωρία του Σχολειού

"Ο χορός του κρίνου" έμπνευση και χορογραφία μαθητριών, 8 Ιουνίου 1930.

Σχολείο και ζωή – 10.Η Κοσμοθεωρία του Σχολειού

του Μίλτου Κουντουρά

Θυμάμαι κάποτε στο Wickersdorf: Από κάποια αφορμή ενός δημοσιεύματος στις γερμανικές εφημερίδες ότι το Κράτος θα επενέβαινε τυραννικά στη διευθέτηση του θρησκευτικού ζητήματος στα Σχολειά (δογματική διδασκαλία), ο Wyneken είχε συγκαλέσει τη Λαϊκή Συνέλευση (Volksversammlung) και αφού κριτικάρισε επαναστατικότατα την πρόθεση αυτή του Κράτους, ανέπτυξε κατόπι ξανά την κοσμοθεωρία (Weltanschauung) του Σχολειού, δείχνοντας έτσι ότι με ένα τέτοιο νόμο η ύπαρξη της Ελεύθερης Σχολικής Κοινότητας (Freie Schulgemeinde) του Wickersdorf δε θα ήταν κατανοητή ούτε δυνατή. Η κοσμοθεωρία του Wickersdorf! Πώς τώρα εγώ εδώ θα μπορούσα να μιλήσω για μια οποιαδήποτε κοσμοθεωρία του Διδασκαλείου; Είχε κοσμοθεωρία το Σχολειό τούτο – και γενικά μπορεί κανείς να μιλήσει για κοσμοθεωρία ελληνικού Σχολειού;

Κοσμοθεωρία, κατά έναν πρόχειρο τώρα δικό μου ορισμό, είναι η αρμονική συγχώνευση σε μια ενιαία καθαρή ιδεατή μορφή των ψυχικών και πνευματικών, φυσικών και επίχτητων ιδιοτήτων ενός ατόμου και η συνειδητή διαμόρφωση τούτων προς μια ορισμένη κατεύθυνση, σύμφωνα με την οποία ζει και αγωνίζεται προς εξυπηρέτηση και προαγωγή του εαυτού του και της Κοινωνίας. Η κοσμοθεωρία επομένως, εφόσον για τη διαμόρφωσή της το διανοητικό και γνωστικό στοιχείο παίζουν σπουδαίο ρόλο, μπορεί να είναι, σύμφωνα με την πνευματική και ηθική κατάσταση του καθενός και σε διάφορες εποχές, διαφορετική. Έχει πολλή σχέση με τη Μόρφωση (= η απαλλαγή από τις παντός είδους επιρροές στο ζήσιμο, το φρόνημα και το πραχτικό φέρσιμο μιας αυτοεξελισσόμενης ψυχής, σύμφωνα με το νόμο της αντικειμενικά αξιόλογης γι’ αυτή Μορφής =Spranger), αλλά και την Επιστήμη (: η κατόπι φυσικής ορμής του ανθρώπου προς γνώση έρευνα και η διάταξη των γνώσεων αυτών σύμφωνα με αυστηρούς νόμους της κατασκευής του λογικού, που δεν επηρεάζεται από ψυχολογικές πλάνες ή από οποιεσδήποτε άλλες αξίες της κοινωνικής ζωής [αντικειμενικά] ), αλλά κατά αυξανόμενη ποσοτική διαφορά επιδράσεων: όσο λιγότερο πνευματικά – γνωστικά αναπτυγμένος είναι κανείς τόσο και η κοσμοθεωρία του είναι επηρεασμένη από το συναισθηματικό του κόσμο και από τις επιρροές του περιβάλλοντος, ενώ απεναντίας ο περισσότερο μελετημένος και ο ανεπηρέαστος από το περιβάλλον έχει κοσμοθεωρία πιο καθαρά περιγραμμένη και καθορισμένη προσωπικά. Μια προσωπικότητα διαμορφώνει δική της κοσμοθεωρία, ενώ οι πολλοί δρουν συγχισμένα και ασύνειδα και συχνά αντιφατικά, λόγω των πολλών επιρροών που υφίστανται κάθε στιγμή. Επειδή όμως την κοσμοθεωρία πρέπει να την καθορίζει και η καθαρότητα της μορφής (ορισμένες κατευθύνσεις), γι’ αυτό ένας άνθρωπος που δεν έχει την καθορισμένη αυτή μορφή, θεωρείται άνθρωπος χωρίς κοσμοθεωρία. Για τούτο κοσμοθεωρία λέμε ότι έχουν μεγάλοι άνδρες, μια εποχή, ένας λαός ίσως, όχι όμως ο καθένας άνθρωπος.

Αλλ’ αυτό δεν είναι εντελώς σωστό. Γιατί κ’ ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος σε μια οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του δρα, ασύνειδα έστω, κάτω από ορισμένες γραμμές. Εάν τις γραμμές αυτές μελετήσει κανείς θα δει ότι ακόμα και μέσα σε αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις και πεποιθήσεις μια ορισμένη υπερτερεί και αυτή καθορίζει τον άνθρωπο σε μια στιγμή της ζωής του. Αυτή είναι η κοσμοθεωρία του. Ασύνειδη, αμελέτητη, ανεξέταστη. Ο άνθρωπος αυτός ζει κάτω από τυχαίες επιρροές, είναι τραγικός, κοινός, μοιραίος. Δεν έχει ατομικότητα. Είναι μια ανονόματη μονάδα, που μαζί με απειρία άλλων σχηματίζει το σύνολο, τον όχλο. Τον αμόρφωτο, το συναισθηματικό, τον εκμεταλλεύσιμο όχλο. Τον όχλο του σήμερα και της στιγμής. Σ’ ένα τέτοιο άτομο την κοσμοθεωρία επιβάλλει το περιβάλλον και η στιγμή, σε δυο στιγμές είναι διαφορετικό και η ζωή του είναι γεμάτη αντιφάσεις. Το μόνο που καθορίζει τη μια γραμμή του είναι οι φυσικές, ψυχολογικές, γενεσιολογικές – βιολογικές ιδιότητές του. Σ’ αυτό μονάχα έχει κάποτε ενότητα. Στο σημείο αυτό βέβαια θα πούμε ότι ο άνθρωπος αυτός δεν έχει κοσμοθεωρία. Γιατί αυτή πρέπει να είναι και κάτι συνειδητό.

Άλλοι άνθρωποι έχουν μερικές μονάχα καθορισμένες κατευθύνσεις: πολιτικές, επιστημονικές, θρησκευτικές κτλ. Ούτε αυτό δεν είναι κοσμοθεωρία. Γιατί αυτή πρέπει να έχει και ενότητα ολοκληρωτική του ατόμου, ενότητα μορφής ζωής, πρέπει να έχει κάτι το υπεράνω όλων, κάτι το φιλοσοφικό.

Αυτά τα λίγα και με πολλή συντομία λεγμένα γύρω στο ζήτημα αυτό. Φυσικά τώρα ένας μορφωμένος άνθρωπος πρέπει να έχει μια γραμμή συνειδητή στη ζωή του. Το ίδιο ένας λαός, μια κοινωνία, μια εποχή. Δε λέω να έχει κοσμοθεωρία με την αυστηρή έννοια του όρου. Αλλά ένας που σέβεται τον εαυτό του, ένας μη μοιραίος, μη αδιαφόρετος πρέπει να προσπαθεί να αναπτύξει την ατομικότητά του και να μορφώσει ορισμένες πεποιθήσεις για ν’ ακολουθήσει και ορισμένες γραμμές στη ζωή του. Κοσμοθεωρίες μεγάλες είχαν μονάχα οι μεγάλοι άνθρωποι, οι μεγάλες εποχές και οι μεγάλοι λαοί. Αλλά παράλληλα προς αυτούς και ο κάθε άνθρωπος πρέπει να τείνει προς μια τέτοια διαμόρφωση του ατόμου και της ζωής του.

Είχε ποτέ το Προσωπικό του Διδασκαλείου μια τέτοια κοσμοθεωρία; Από τις όλες προηγούμενες σελίδες φαίνεται ότι ούτε ιδέα δεν είχε γι’ αυτά τα πράγματα. Ήταν κι αυτοί σαν τον όχλο των νεοελλήνων δασκάλων, αμόρφωτοι, μοιραίοι και τραγικοί. Φυσικά, όπως και ο όχλος των νεοελληνικών Σχολειών ήταν και το Διδασκαλείο χωρίς κατεύθυνση, χωρίς αρχές ορισμένες, χωρίς περιγραμμένη ξεχωριστή προσωπικότητα και κοσμοθεωρία. Ο καθένας δάσκαλος ζούσε κάτω από την επίδραση αντιφασκουσών κοσμοθεωριών του περιβάλλοντος, η ατομική ζωή τους ήταν γεμάτη αντιφάσεις και κυρίως η διανόησή τους, και γεμάτη αντιφάσεις ήταν και η ολομέλεια αναμεταξύ τους. Όμως όλους τους συνέδενε η μπαναλιτέ των τρεχουσών αντιλήψεων και σ’ αυτό το σημείο μπορούσε κανείς να πει ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν ομοιογένεια. Με την έννοια αυτή του όχλου, όπως είπα παραπάνω, μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει και το Σχολειό τούτο – διευθυντή, δασκάλους, μαθητές – ότι κατόρθωσαν να έχουν κάποια ομοιογένεια – στηριγμένη στην τρέχουσα χαμηλή και άθλια κοινοτυπία στο αίσθημα, στη σκέψη, στην εν γένει ζωή. Δίδασκαν φλυαρίες χωρίς να τις κατανοούν, μιλούσαν για ηθική χωρίς να την ενασκούν και δεν μπορούσαν να δουν, να εισδύσουν και ν’ αποτολμήσουν τη λύση απείρων προβλημάτων που τους παρουσίαζε η ζωή καθεμέρα γύρω τους. Διδαχτικά, γλωσσικά, παιδαγωγικά, πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά ζητήματα τα έβλεπαν όπως τα έβλεπε και ο εξωσχολικός όχλος ανάβαθα και πρόχειρα και τα έλυε όπως κι ο κόσμος αυτός επιπόλαια και χυδαία. Η κοσμοθεωρία τους ήταν εφημεριδίστικη, αφού άλλωστε από τις εφημερίδες, την κοινή γνώμη της Ελλάδας, εμορφώνονταν. Έκαναν την προσευχή τους το πρωί κατά ένα γνωστό σχολικό τρόπο, χωρίς κανένα πραγματικό θρησκευτικό αίσθημα, είχαν αναρτημένες εικόνες και καντήλια ξεχασμένα εκεί στη σκόνη και στην ακαθαρσία, και δε ρωτούσαν ποτέ μέσα τους ποιος είναι ο λόγος όλων αυτών των πραγμάτων. Ήταν βενιζελικοί ή αντιβενιζελικοί όπως και με τα ίδια επιχειρήματα του κόσμου για λόγους ατομικούς και κομματικούς ή το πολύ – πολύ από ένα ανάβαθο εθνικισμό χωρίς ποτέ κι αυτός να γίνει πραγματικό πρόβλημα μέσα τους. Ήταν καθαρευουσιάνοι και μετά την επικράτηση του δημοτικισμού αρέσκονταν να λέγονται οπαδοί της Δημοτικής και των νέων αρχών χωρίς κατ’ ουσία να πάψουν ποτέ μέσα τους να είναι καθαρευουσιάνοι και να σκέπτονται με τη νοοτροπία εκείνων. Τώρα είναι εχθροί των κομμουνιστών, επαναλαμβάνουν ανοητότατα επιχειρήματα χωρίς οι ίδιοι να έχουν ποτέ μελετήσει το ζήτημα ή να δημιουργήσουν αγωνιώδες πρόβλημα μες στην ψυχή τους γύρω στο ζήτημα αυτό. Και ούτω καθεξής. Στην επιστήμη τους, στη διδασκαλία τους, στους τρόπους αγωγής, στην Τέχνη – ω, στην Τέχνη! – η ίδια κοινοτυπία και ανυπόφορη μπαναλιτέ. Ο Καραμπλιάς θέλει τον εαυτό του ειδικευμένο στην Ιστορία. Έχει την ιδέα ότι μερικά γεγονότα ιστορικά και χρονολογίες αν ξέρει κανείς, είναι και ιστορικός. Όμως τί είναι ιστορία, τί είναι ιστορική σκέψη, τί προβλήματα έχουν γεννηθεί κυρίως μετά τον πόλεμο, γύρω στην ιστορία – απ’ αυτά δεν έχει πάρει καν είδηση. Ανάλογο γίνεται και στους άλλους πάνω στα μαθήματα που διδάσκουν. Προβλήματα δεν έχουν γεννηθεί σε κανενός την ψυχή, ώστε να τους κάμουνε να πονέσουν, να σκεφθούν, να μελετήσουν, να βγάλουν συμπεράσματα, να μορφώσουν κοσμοθεωρία και να ορμήσουν με φανατισμό στην πραγματοποίηση των πίστεών των. Ούτε καν το επάγγελμα τους δεν επονούσαν. Οι δασκάλες κοίταζαν με πόνο να παντρευτούν και μια απ’ αυτές παραιτήθηκε μόλις αρραβωνιάστηκε κάποιον έμπορο, οι δάσκαλοι το είχαν καθαρώς βιοποριστικό επάγγελμα που έξω από το οικονομικό ζήτημα, όλα τ’ άλλα τούς ήταν πάρεργα και δευτερεύοντα ζητήματα για τα οποία ούτε καίγονταν και ούτε θ’ αποτολμούσαν την παραμικρότερη θυσία.
Έχω πει πολλές φορές: Το ελληνικό Σχολειό καταρτίζεται μοιραία και αμελέτητα. Του λείπει απολύτως η ομοιογένεια του προσωπικού, κυρίως διευθυντή και δασκάλων. Και είναι βέβαιο όμως ότι προσωπικό ομοιογενές έστω και κατώτερο ποιοτικά καταφέρνει περισσότερα πράγματα παρά προσωπικό ανομοιογενές, ας είναι και ποιοτικά υπέρτερο. Στο δεύτερο κυριαρχεί το χάος που δεν επιτρέπει ήσυχη ροή και αρμονισμένη εργασία. Αλλά και στο πρώτο δεν κάνει τίποτε το ελληνικό σχολειό. Γιατί η ομοιογένεια του προσωπικού έγκειται στην ομοιότητα της εξωσχολικής οχλικής κοινοτοπίας και όχι σε καθορισμένες έστω και ποιοτικά μικρές κατευθύνσεις.

Έχω την τόλμη να πιστεύω ότι εγώ, έστω και ποιοτικά κατώτερος, έχω μερικές γραμμές κοσμοθεωρητικές στη δουλειά μου, στη σκέψη, στον ψυχικό κόσμο μου, στην καθημερινή ζωή μου. Είναι φυσικό λοιπόν να βρίσκομαι σε τρομερή ανομοιογένεια με το προσωπικό, τις τάσεις, το χαραχτήρα και γενικά την κοσμοθεωρία του προσωπικού και του Σχολειού που τάχθηκα να διευθύνω. Θα καταφέρω λοιπόν ποτέ τίποτε; Δε με φοβίζει το Κράτος, η Κοινωνία ή τα παιδιά. Με τους πρώτους θα παλέψω όσο μπορώ, τα παιδιά είναι εύκολο να τα κάνω σιγά – σιγά ελεύθερους ανθρώπους. Τα παιδιά μάλιστα είναι η παρηγοριά μου. Αλλά με κουράζει το προσωπικό. Μπορεί να είναι καλοί άνθρωποι, μπορεί να είναι και φίλοι ακόμη. Όμως είναι διαμορφωμένοι πια ανομοιογενώς με μένα και επομένως ούτε να με νοιώσουν, ούτε να με ακούσουν, ούτε να με βοηθήσουν σε τίποτε θα μπορέσουν. Ίσως να μη είναι όλοι έτσι, ή ίσως να εργασθούν σοβαρά, καλά και αποτελεσματικά μερικοί. Όμως χρειάζομαι άλλους ή τουλάχιστο και άλλους συνεργάτες που να τους διαλέξω εγώ. Αυτό δεν είναι εύκολο. Να διώξω καθηγητές που μου χαλούν τη δουλειά, ανθρώπους με οικογένειες και με – ας το πούμε κι αυτό – κομματικά μέσα, δεν είν’ εύκολο. Ζητήματα ταπεινά, μικρά, πρόστυχα, όπως των διχονοιών, δημιουργούνται κάθε μέρα και μου παίρνουν την προσοχή, μ’ εκνευρίζουν, με καταπονούν. Ξοδεύεται δραστηριότητα χρήσιμη, σε μικρά πράγματα. Ο Καραποστόλου είναι και έμπορος αποικιακών και έχει φίλους που θέλει να τους προσφέρει υπηρεσίες. Ο Δρόσος συλλαμβάνεται επανειλημμένως χάριν προσωπικών γνωριμιών να επιζητεί επίμονα ανόητα και πολλές φορές ανήθικα πράγματα. Η ιστορία της εκδρομής, τ’ αποτελέσματα των τελειοφοίτων, τώρα τελευταία τ’ αποτελέσματα των εισιτηρίων εξετάσεων μού τον έκαμαν τελείως αντιπαθητικό.

Μέσα σε μια τέτοια ανομοιογένεια και ηθική πάλη πώς να φερθεί κανείς; Θα δημιουργηθούν ιστορίες, θα επέμβει ίσως το Υπουργείο και η Κοινωνία, όπως συνέβη και με άλλα Διδασκαλεία. Όμως ελπίζω να τραβήξω έως πέρα τη δική μου γραμμή.

Μου γεννάται όμως το δίλημμα από κάποια αντίφαση που θα παρουσιαστεί: θέλω να εισαγάγω εντελώς σοσιαλιστικό πνεύμα στο Σχολειό. Θέλω να δημιουργήσω μια ιδανική νεανική πολιτεία. Θέλω να ιδρύσω Κοινότητα. Θέλω να πάρω συνεργάτες και τους γονιούς. Θέλω τέλος να μορφώσω ένα μικρόν τόπο πολιτισμού. Επομένως θέλω να δώσω πολλά δικαιώματα και συνειδητές ελευθερίες σε όλους. Πώς όμως θα συνεργασθώ μαζί τους – μια ψήφος εγώ – για τη δημιουργία του καταστατικού μας Χάρτη που θα υποχρεωθούμε όλοι να τον φυλάξουμε με πίστη και φανατισμό; Αν νικηθώ στην πάλη; Αν φθάσουμε σε αντίθετα αποτελέσματα; Και γενικά: Πώς θα επιβάλω εγώ την κοσμοθεωρία μου σ’ όλον αυτόν τον κόσμο, δεδομένου ότι πρέπει κι αυτός να ενεργήσει συνειδητά και ελεύθερα; Και μου γεννιέται έτσι η απορία: Τί είναι διευθυντής, ποια πρέπει να είναι τα δικαιώματα και η επιρροή του, αφού δεν τονε θέλω να ενεργεί απολυταρχικά;

Ξαναθυμάμαι πάλι τον Wyneken. Όταν τονε ρώτησα τί θα έκαμνε εάν η ελεύθερη Κοινότητα του Wickersdorf ξετυλιγόταν σιγά – σιγά ή τέλος αποφάσιζε γενική κατεύθυνση ή κοσμοθεωρία άντικρυς αντίθετη με τη δικιά του;

– Μα αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει, μου απάντησε, γιατί η συνείδηση της Κοινότητας σκοπό και τάση της έχει να φορμαρισθεί σύμφωνα με την ιδεολογία του Wickersdorf.

– Αλλά ας υποθέσουμε ότι γίνεται. Τότε;

– Μα απλούστατα. Τότε το Wickersdorf είναι άρνηση του εαυτού του, επομένως αφ’ εαυτού θα πάψει να υφίσταται. Αλλ’ αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει.

Γιατί του Wickersdorf η ψυχή (η ιδεολογία, η κοσμοθεωρία) είναι αυτή η ψυχή των Νιάτων και σκοπός του η πραγμάτωση της πραγματικής αυτής ψυχής – η πραγμάτωση της κουλτούρας των Νιάτων (Jugendkultur). Επομένως εάν αντίθετα ποτέ θελήσει και αποφασίσει η Κοινότητα, τότε σημαίνει ότι η ζωή των Νιάτων εδώ έχει τρομερά επηρεασθεί από την εξωσχολική διεφθαρμένη Κοινωνία, σημαίνει ότι τα Νιάτα έχουν χάσει τον εαυτό τους και τότε θα προσπαθήσουμε πάλι να τα επαναφέρουμε στη φύση τους. Ο ηττημένος δε θα είναι η ιδέα του Wickersdorf ή ο Wyneken, που θα εξακολουθήσει, έστω και ως ιδέα να υπάρχει πάντα, αλλά τα Νιάτα που με την προσωρινή φαινομενική τους νίκη έδειξαν το μέγεθος της δουλοφροσύνης και της διαφθοράς των.

Οι σκέψεις αυτές δεν είναι του Wyneken, αλλά δικές μου, όπως τις έβγαλα τότε από τις παρατηρήσεις και την παραμονή μου εκεί. Όμως έτσι έπρεπε να συμβαίνει και συμβαίνει κ’ εκεί και σ’ όλα εν γένει τα παρόμοια Σχολειά. Επικρατεί η σκέψη και η ιδεολογία του διευθυντή, οσοδήποτε ελεύθερη κι αν είναι η Κοινότητα ή μάλλον ακριβώς γιατί είναι ελεύθερη. Μια κοινωνία δηλαδή που σχηματίζεται πάνω σε ορισμένο πρόγραμμα έχει μαζί της μέλη που από ελεύθερη βούληση – ή μάλλον από ενθουσιασμό – προσήλθαν ν’ απαρτίσουν την κοινότητα αυτή. Τη στιγμή που θα διαφωνήσουν μερικά ή πολλά μέλη στις κύριες γραμμές οφείλουν ν’ αποχωρήσουν. Γιατί παραμένοντα ή δημιουργούν μια αντίφαση με τον εαυτό τους, επομένως πέφτουν σε χάος και σε γελοιότητα ή πρέπει να διακηρύξουν το νέο τους πρόγραμμα, επομένως ν’ αλλάξουν όνομα και υπόσταση και μορφή, οπότε ο ιδρυτής και ο αρχηγός τής πρώτης κοσμοθεωρίας οφείλει κατ’ ανάγκη ν’ αποχωρήσει.

Έτσι κατ’ αυτό τον τρόπο εννοώ εγώ το ρόλο ενός διευθυντή νέου Σχολειού και κυρίως το ρόλο του Διευθυντή ενός Διδασκαλείου, ιδρύματος καθαρώς μορφωτικού και κοσμοθεωρητικού. Επειδή όμως το Διδασκαλείο αυτό δεν το ίδρυσα εγώ, αλλά από την Πολιτεία τάχθηκα να το διευθύνω, (δηλαδή να δώσω το χαρακτήρα που εγώ θέλω και που σιωπηλά τον επικυρώνει και η Πολιτεία αφού μου εμπιστεύεται το ίδρυμα, – την άποψη ότι εγώ οφείλω να εφαρμόσω απολύτως το πρόγραμμα της Πολιτείας θα τη συζητήσω παρακάτω), θα βρεθώ στην αρχή – τους πρώτους μήνες ή τα πρώτα έτη – στο στάδιο της παρατήρησης, της δοκιμής, της αναμονής. Δε θα θέσω αμέσως – αμέσως ερωτήματα – και μάλιστα όταν έχω να κάμω με παιδιά – για να περιμένω το ναι ή το όχι και ν’ αποφασίσω για την τύχη του Σχολειού και τη δικιά μου. Σιγά – σιγά θα εκθέσω, ή μάλλον με χίλιους τρόπους θα δείξω τις αρχές, την ιδεολογία, την κοσμοθεωρία μου. Όχι, ουδέποτε δογματικά. Αλλά ήρεμα, γλυκά και με συζήτηση. Εκθέτοντας θα ερευνήσω κι ο ίδιος τις δικές μου απόψεις, θα τις δώσω μορφή, θα τις τακτοποιήσω, θα τις διορθώσω ίσως σε πολλά σύμφωνα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος μας, των συνεργατών, της ζωής – της νεοελληνικής ζωής. Θα ερευνήσουμε έτσι ακριβώς και την επαναλαμβανόμενη ελληνική πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια της συμβίωσής μας αυτής, των συζητήσεων, της μελέτης του εαυτού μας και των προβλημάτων των ελληνικών και των παγκόσμιων, έχοντας βοηθήματα την πείρα των άλλων, την επιστήμη, τη δική μας πείρα και τις ψυχικές και διανοητικές ικανότητές μας, θ’ αποκρυσταλλώσουμε σε αξιώματα τις αποφάσεις μας. Σύμφωνοι όλοι κατόπι, θα θέσουμε τ’ αξιώματα αυτά ως νόμους και τους νόμους αυτούς που θα έχουν από μας τους ίδιους, από την ελεύθερη βούλησή μας δημιουργηθεί, θα υποχρεωθούμε πιστά, φανατικά και στα κρυφά και στα φανερά να τους ακολουθήσουμε. Τότε πράγματι είναι ελεύθερος κανείς, όταν γίνεται φανατικός υπάκουος και συνεπής εκτελεστής των αποφάσεων και των νόμων που ο ίδιος επίστεψε κ’ εθέσπισε.

Έτσι θα δημιουργήσουμε σιγά – σιγά τη Σχολική Κοινότητά μας. Σιγά – σιγά και αργά θα δημιουργηθεί. Από μας τους ίδιους θα δημιουργηθεί ελεύθερα η ζωή μας. Και η ζωή μας αυτή θα είναι και οφείλει να είναι ωραία, γιατί θα στηριχθεί στις επόμενες μεγάλες ιδέες: Στην ελευθερία, στο σεβασμό, στην εργασία και στη δημιουργικότητα. Γύρω στην ερμηνεία των ιδεών αυτών, που θα περιλάβουν κάθε κίνηση και έκφραση της ατομικής, σχολικής, κοινωνικής ζωής μας, κάθε πνευματική και ψυχική εκδήλωσή μας, θα υφάνουμε και θ’ αποκρυσταλλώσουμε την κοσμοθεωρία του Σχολειού μας. Φυσικά η κοσμοθεωρία αυτή τουλάχιστο στις γενικές της γραμμές θα είναι κατ’ ανάγκη η κοσμοθεωρία του διευθυντή. Αλλιώς δε θα μπορέσει αυτός να παραμείνει εδώ συνεργαζόμενος, αν πράγματι έχει κάποια μικρή συνέπεια στα λόγια και στα έργα του. Αλλά και από τους συνεργάτες – δασκάλους ή παιδιά – θα φανεί ποιος θα μας ακολουθήσει και ποιος όχι. Είναι ελεύθερος κανείς εδώ. Αλλά κείνος που με λόγια ή έργα, με την ψυχή ή με το μυαλό, με το χαραχτήρα και την ηθική του δε θα συμβιβασθεί μαζί μας, θα είναι υποχρεωμένος να τραβηχτεί απ’ ανάμεσό μας. Είναι κι αλλού στάδια δράσης κάθε ανθρώπου. Αλλά εδώ κείνος που θα παραμείνει οφείλει χωρίς υπεκφυγές και σοφίσματα ν’ ακολουθήσει δημιουργικά και πιστά τους νόμους που ο ίδιος εθέσπισε, ή που βρήκε και αναγνώρισε, αν τυχόν βρίσκεται στη μειοψηφία ή αν ήρθε αργότερα στην ομόγνωμη τούτη ιδανική κοινωνία μας.

Όλες οι παραπάνω σελίδες γράφηκαν
στον Κάμπο της Γέρας – στις Καρυές – τον
Αύγουστο του 1927. Ενός μηνός πρώτη
επίσκεψή μου στο Διδασκαλείο (Ιούνιος –
Ιούλιος του 1927) έφτασε για να χαρακτηρίσω σωστά
πρόσωπα και πράγματα και να προβλέψω
όλη την εκπαιδευτική τραγωδία που ξετυλίχτηκε
γύρω μου αργότερα. Είναι κρίμα που οι
αφάνταστες απασχολήσεις μου κατόπι
μ’ εμπόδισαν να εξακολουθήσω κατά τον ίδιον
τρόπο το Ημερολόγιο τούτο.

 

Μεταγράφηκε στο μονοτονικό,
συγχρονίζοντας και την ορθογραφία,
από την Ευαγγελία Καπετάνου