Σχολείο και ζωή – 5.Το διδαχτικό προσωπικό

1927, πρώτη χρονιά της θητείας του Κουντουρά ως διευθυντή του Διδασκαλείου Θηλέων Θεσσαλονίκης. Από το διδαχτικό προσωπικό πολλοί αντέδρασαν στο έργο του.

Σχολείο και ζωή – 5.Το διδαχτικό προσωπικό

του Μίλτου Κουντουρά

Όταν ακόμα ήμουνα στην κλινική του Νομικού, μερικοί καθηγητές του Διδασκαλείου που ήρθανε να μ’ επισκεφθούν, μου έκαμαν βέβαια την εντύπωση ανθρώπων καλών κ’ ευγενικών, αλλά κανένας από αυτούς δε μου έδωκε τη χαρά του εξαιρετικού συνεργάτη. Η υποδιευθύντρια κ. Στυλ. Πετυχάκη που ήρθε με τον άντρα της κ. Μαργαρίτη, καθηγητή κι αυτόν ενός άλλου Σχολειού, ήταν μια παλιά δημοδιδασκάλισσα που χρόνια υπηρεσίας και σύμπτωση και νόμοι ευεργετικοί την ανέβασαν σ’ αυτό το βαθμό και η εντύπωση που μου έκαμε δεν ήταν μεγαλύτερη από την παλιά δουλειά της. Ο Ι. Δρόσος, καθηγητής των Ελληνικών, ήταν νέος της δικής μου περίπου ηλικίας, έδειχνε δραστηριότητα και ενδιαφέρον για το Διδασκαλείο, που περιοριζόταν όμως σε λεπτομέρειες – κάποια εορτή που ετοίμαζαν, κάτι φασαρίες γύρω σ’ ένα καθημερινό επεισόδιο – τίποτα περισσότερο, καμιά φωτεινή γραμμή πίσω από τον εξωτερικό άνθρωπο. Επίσης ο καθηγητής της μουσικής με την πολυλογία και τα παχιά του λόγια – ο Κωστ. Καραποστόλου – μου έκαμε να νοσταλγήσω τον μικρό αλλά βαθύτερα σκεπτόμενο και αντιλαμβανόμενο Τραγιανό του Διδασκαλείου Σερρών.

Από τις πρώτες μέρες που ήρθα εδώ και πήγα στο Σχολειό μου μπόρεσα με μια ματιά να δω και το υπόλοιπο προσωπικό. Ωραία εντύπωση με το παντοτινό μειδίαμα και την αγαθή φυσιογνωμία του μου έκαμε ο Ιωαν. Καραμπλιάς, παλιός καθηγητής και γυμνασιάρχης στην Τουρκία, ο γεροντότερος όλων μας (καμιά 55ιά χρονώ), όμως ως δάσκαλος όχι εξαιρετικότερος από τους άλλους. Ένας νέος, ο Γ. Κωνστατόπουλος, των μαθηματικών, κοινότατος χωρίς αξιώσεις δάσκαλος, ήταν σ’ όλα υπάκουος και αγαθός κ’ ήθελε για λόγους οικογενειακούς να μετατεθεί κοντά στην Αθήνα. Ο γεωπόνος Κ. Παπαθανασόπουλος, νέος αλλά κάκιστος δάσκαλος από απόψεως διδασκαλίας και συμπεριφοράς προς τα παιδιά. Ήταν έπειτα η δις Αργ. Ιωάννου, των τεχνικών μαθημάτων, σεμνό και σιωπηλό κορίτσι που προσπαθούσε πάντα να κρύβεται από τον πολύ θόρυβο και η δις Μαρ. Σταμούλη, της γυμναστικής, γερή γυναίκα και τίποτε παραπάνω.

Αυτό ήταν το προσωπικό του Διδασκαλείου που το συμπλήρωναν α΄) ο αποσπασμένος προσωρινά από το Διδασκαλείο Αρρένων Αλεξίου για τη διδασκαλία των Παιδαγωγικών, γιατί ούτε η Πετυχάκη, ούτε κανένας άλλος ήταν σε θέση ν’ αναλάβουν τα μαθήματα αυτά, β΄) ο Αγαθ. Παραπονιάρης των γαλλικών του Διδασκαλείου Αρρένων κι αυτός, ηλικιωμένος κάπως καθηγητής που ήταν ζήτημα αν ήξερε τα γαλλικά του και γ΄) ο Λάζ. Ψαλτόπουλος, κάκιστος κι αυτός καθηγητής των θρησκευτικών που θάταν ευχής έργο εν έλειπε ολωσδιόλου.

Το παραπάνω προσωπικό συμπληρωνόταν με τον ίδιο ρυθμό από τις δασκάλες των προσαρτημένων δυο Προτύπων, του τετραταξίου (με έξι τάξεις) και του μονοταξίου (με 4 τάξεις). Η κ. Μαρ. Σιναπίδου, παντρεμένη, ήταν άρρωστη και μόνο αργότερα κατά τις εξετάσεις ήρθε στο Σχολειό. Ήταν διευθύντρια του πολυταξίου. Μαζί της είχε την Ελίζα Πετυχάκη, αδελφή της υποδιευθύντριας, την Ανδρομ. Αλεξίου και την Αλεξ. Κεσανλή, το αγαθότερο παιδί μέσα σ’ όλο αυτό το προσωπικό μας. Διευθύντρια του μονοταξίου ήταν η φοβερή δις Χρυσάνθη Σγουραμάνη. Οι γυναίκες αυτές έδειχναν πολύ ενδιαφέρον στη δουλειά τους, όμως καμιά δεν ήταν με νοοτροπία και ευρύτητα αντίληψης – όπως θα τις ήθελα.

Έτσι απ’ όλον αυτό τον ορμαθό κανένα δε βρήκα συγγενή της δικιάς μου ιδεολογίας, νοοτροπίας, ψυχοσύνθεσης. Για τους πολλούς και ίσως για όλους, ακόμα ως κι αυτό το γλωσσικό ζήτημα ήταν άλυτο στη συνείδησή τους και μόνο από ακούσματα και από μίμηση της εποχής συμπαθούσαν τάχα προς τη Δημοτική. Ώστε ούτε αυτό το ζήτημα που θα μας συνέδεε τουλάχιστο εξωτερικά δεν ήταν ευνοϊκό για το περιβάλλον μου. Ήταν ξένος κόσμος γι’ αυτούς, ζήτημα ήταν αν ήξερε κανένας να γράψει τη Δημοτική, κ’ έβλεπα καθαρά πως αν σήμερα ήσαν ενδοτικοί, δε θ’ αργούσε να ’ρθει κάποια περίσταση που η αντιδραστικότητά τους θα ξεσπούσε στενά και ανόητα.

Μονάχα ένας ξεχώριζε κ’ ήταν εντελώς δικός μου. Ο Αλεξίου. Αυτός ήταν φίλος των φίλων μου, είχε μοντέρνα αντίληψη των πραγμάτων, ήταν άνθρωπος αγαθός, αλλά δυστυχώς μετά τον ερχομό μου θα ξαναπήγαινε στη θέση του. Δε θ’ ανήκε για πολύ στον κύκλο του Διδασκαλείου μας. Μ’ αυτόν μονάχα από τις πρώτες μέρες είχα συνδεθεί πνευματικά και μονάχα σ’ αυτόν μπορούσα ν’ ανοίξω την καρδιά μου και να του πω τους πόνους μου.

Τι κακή σύμπτωση, και τι βαριά ευθύνη για τον προκάτοχό μου! Τόσα χρόνια να διευθύνει ένα Σχολειό και να μην κατορθώσει να βρει το ανάλογο προσωπικό ή τουλάχιστο να το διαμορφώσει κάπως νεωτεριστικότερα! Αλλά κι αυτό ακόμα χαρακτηρίζει τον Καραχρίστο. Το προσωπικό αυτό ήταν κείνο που του ταίριαζε, ήταν αρμονισμένο μαζί του, ήταν έτσι διαμορφωμένο απ’ αυτόν κι αρκούσε κανείς να δει το προσωπικό αυτό για να χαραχτηρίσει και το διευθυντή του.

Κανένας δεν είχε καμιά ιδεολογία και καμιά κοσμοθεωρία της ζωής και της αγωγής. Όλα ήταν τυχαία και παρδαλά, γεμάτα αντίφαση και επιπολαιότητα, τα χίλια μύρια προβλήματα της νεοελληνικής εκπαίδευσης και αγωγής ήταν άγνωστη χώρα γι’ αυτούς τους ανθρώπους – τους καθηγητές ενός πρότυπου Σχολειού – ενός Διδασκαλείου!

Ήταν άνθρωποι χωρίς τις βαθιές και πραγματικές ανησυχίες της μεγάλης δουλειάς των. Έμεναν πάντα γύρω σε κοινά και τριμμένα, έμεναν κολλημένοι σε παραδεγμένους τύπους κ’ έβλεπαν επιπόλαια και κοντόφθαλμα μονάχα τις λεπτομέρειες της γύρω τους ζωής, χωρίς να μπορούν, γιατί δεν το συνήθισαν, να κοιτάζουν βαθύτερα τα πράγματα, ν’ αναζητούν τις αιτίες και να οραματίζονται ένα νέο, αλλιώτικο, καλύτερο μέλλον. Σ’ αυτούς μιλούσε η συνήθεια, το δόγμα και το παρελθόν και δεν ήταν ικανοί να το αντιμετωπίσουν εχθρικά και να ζητήσουν με νέες μορφές και νέες γραμμές να το μεταβάλουν. Ήταν παθητικοί και μοιραίοι άνθρωποι, δούλοι μιας παραδεγμένης κατάστασης, δεν ήταν ελεύθεροι και δημιουργικοί ενατενιστές ενός ωραίου αύριο.

Γι’ αυτό πίστεψαν στον Καραχρίστο, γιατί αυτός προσωποποιούσε τη σημερινή κατάσταση. Ήτανε φρόνιμος και συμβιβαστικός, ήταν ηθικός με τη στενή έννοια της λέξης, ήτανε σεβαστής της παλιάς ζωής και τόσο μόνο νεωτεριστής όσο ο νεωτερισμός του δεν προσέβαλλε τα «καλώς κείμενα». Αδιάφορο αν αυτά τα «καλώς κείμενα» παρ’ όλη την εξωτερική λάμψη τους ήταν οι βαθιές και μακρυσμένες αιτίες κάθε σημερινού κακού. Αυτό δεν το έβλεπε ο Καραχρίστος και φυσικά ακόμα χειρότερα δε μπορούσαν να το δουν οι συνεργάτες του.