Σχολείο και ζωή – 6.Τα σχολικά χτίρια

Μάρτιος 1928, γυμναστική στο προαύλιο. Στο βάθος το οικοτροφείο, δίπλα μία αίθουσα του Προτύπου και το Γραφείο των Προτύπων.

Σχολείο και ζωή – 6.Τα σχολικά χτίρια

του Μίλτου Κουντουρά

Το Διδασκαλείο βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Αγίας Σοφίας και Φιλίππου. Απαρτίζεται από ένα μεγάλο οίκημα, όπου στεγάζονται όλες οι τάξεις του Διδασκαλείου και του Πολυτάξιου Προτύπου και από μια σειρά μικρότερα οικήματα που περιλαμβάνουν το οικοτροφείο, το μονοτάξιο, την κουζίνα και την τραπεζαρία, το μπάνιο, ένα εργαστήριο, ένα υπόστεγο για γυμναστική, ένα πλυσταριό, τ’ αποχωρητήριο. Αριστερά στην είσοδο ένα μικρούτσικο καλυβάκι για την οικογένεια του θυρωρού – υπηρέτη. Μια αυλή που ένα μικρό τμήμα της χρησιμοποιείται και για σχολικός κήπος.

Ολ’ αυτά είναι παλιά και άθλια. Τα οικήματα αυτά είχαν χρησιμεύσει άλλη φορά για βουλγαρικό Παρθεναγωγείο. Όμως σήμερα βρίσκονται σε ερειπωμένη σχεδόν κατάσταση. Όταν το Διδασκαλείο ήταν τριτάξιο, ο χώρος του επαρκούσε οπωσδήποτε. Σιγά – σιγά όμως με την αύξηση των τάξεων και των μαθητών, έγινε ολότελα ανεπαρκής. Για το ερχόμενο μάλιστα έτος 1927-28 που θα σχηματισθεί κι άλλη τάξη και θα συμπληρωθεί το εξατάξιο η κατάστασή του γίνεται αξιοθρήνητη.

Το πρώτο πάτωμα, πάνω από μια σειρά υγρά και βρώμικα υπόγεια κατέχεται κυρίως από το Πολυτάξιο Πρότυπο και από τη μικρή τάξη του Διδασκαλείου. Ανεβαίνεις από μια πλατειά πέτρινη σκάλα που όμως δε χρησιμοποιείται από τα παιδιά γιατί ο διάδρομος έχει μετασκευασθεί σε γραφείο του Πολυτάξιου Προτύπου. Η κάτω μεγάλη σάλα έχει στη μιαν άκρη της χωρισθεί με σανίδωμα για να χρησιμοποιηθεί ένα τμήμα της για τάξη του Προτύπου.

Η επάνω σάλα έχει μείνει ελεύθερη. Το γραφείο του Διευθυντή στο επάνω πάτωμα χρησιμοποιείται και για αναπαυτήριο των καθηγητών. Εν όλω υπάρχουν τέσσερα δωμάτια διδασκαλίας επάνω και τέσσερα κάτω. Είναι όμως μικρά για 40 και 45 παιδιά που έχει κάθε τάξη. Στις σάλες και στα γραφεία υπάρχουν ντουλάπες για βιβλιοθήκες και σχολικά όργανα. Είναι όμως όλο το διδαχτικό υλικό παλιό και απεριποίητο. Από συλλογές, από όργανα, χάρτες, εικόνες κτλ. τιποτένια πράγματα. Βιβλία έχει σχετικά καλά, όμως αταχτοποίητα, σκονισμένα και αχρησιμοποίητα. Τίποτε δε σου προκαλεί την προσοχή, τίποτε δε σε τραβάει. Η εγκατάλειψη, η ακαθαρσία, η μούχλα, η ακαλαισθησία κάνει αμέσως – αμέσως θλιβερότατη εντύπωση. Κανένα χέρι φιλόστοργο, κανένα καλαίσθητο μάτι δεν έχει ποτέ ασχοληθεί σ’ αυτά. Στους τοίχους κρέμονται κάτι ρυπαρές, μισοκαταστραμμένες ακαλαίσθητες εικόνες από την ιερά και την πολιτική ή τη φυσική ιστορία. Πάνω από την πόρτα του γραφείου είναι μια εικόνα της Παναγίας μ’ ένα καντήλι σβησμένο μπροστά της, σιχαμένα και τα δυο από σκόνη, ακαθαρσία, εγκατάλειψη.

Τα δωμάτια των παραδόσεων είναι απελπιστικά. Στριμωγμένα δίεδρα θρανία όπου τα παιδιά κάθουνται συχνά ανά τρία. Πόδια και έδρες παλιάς σχολικής αντίληψης, αψηλά και φρικώδη. Οι τοίχοι ρυπαροί, απεριποίητοι με δυο τρεις εικόνες από την ανθρωπολογία, (σκελετοί, κοιλιές, έντερα…) τη φυσική ή την ιστορία.

Πνίγεται κανείς μόλις μείνει μέσα λιγάκι. Σκόνη, βρομισιά, ακαταστασία, ακαλαισθησία, αθλιότητα παντού. Φοβάται κανείς ν’ ακουμπήσει πουθενά μη λερωθεί. Παράθυρα ξεχαρβαλωμένα, ξέβαφα, σάπια. Το ταβάνι λερό και κακοβαμμένο με χρώμα μπλε ακαλαίσθητο και αποκρουστικό. Το πάτωμα τριμμένο, φαγωμένο, σάπιο, βρώμικο. Στη γωνιά ένας πίνακας καταστραμμένος από τη χρήση και στραβά τοποθετημένος στον τρίποδά του.

Αμέσως- αμέσως βλέπει  κανείς ότι ούτε ο διευθυντής του Σχολειού που είχε όλον τον καιρό να εκτελέσει χίλια πράγματα, ούτε οι δάσκαλοι, ούτε τα παιδιά δεν είχαν έννοια καλαισθησίας. Όλα ήταν τυχαία και σύμφωνα με μια άθλια σχολική παράδοση βαλμένα εκεί. Και τα χρήματα που ξοδεύονταν για επισκευές ή αγορές πήγαιναν άδικα. Κανένας δεν είχε γούστο να διαλέξει, μάτι και χέρι να τα τοποθετήσει. Μέσα τους μιλούσε μοιραία η παλιά παράδοση. Δεν είδαν τίποτε καλύτερο και δε σκέφθηκαν ποτέ να καινοτομήσουν και να δημιουργήσουν ελεύθερα.

Έτσι ήταν και το γραφείο γεμάτο βρομισιά, ακαταστασία και κοινοτυπία. Συρτάρια σπασμένα στο τραπέζι. Βιβλία, κατάστιχα, τετράδια και όργανα στοιβαγμένα σαλάτα μέσα σε δυο – τρεις ντουλάπες, στους τοίχους ένα – δυο άθλιες εικόνες της αγίας Γραφής, καρέκλες χαλασμένες, πολυθρόνες κ’ ένας καναπές ρυπαρός. Ένα ηλεκτρικό γλομπάκι ήταν μαύρο από τη σκόνη και τις μύγες. Πέννες, μελανοδοχεία, χαρτοφύλακας, τραπεζομάντιλο αποκρουστικά στην όψη και στη χρήση. Τρία πορτραίτα μονάχα γερμανών μουσικών ήταν καλά διαλεγμένα, αλλά το κορνίζωμά τους ήταν τόσο φρικώδες (πάνω στην εικόνα με άσπρο χαρτί είχαν κολλήσει τα ονόματα των μουσικών σαν μπλάστρια!) ώστε καλύτερα θα ήταν να έλειπαν κι’ αυτά!

Ο ίδιος ρυθμός εξακολουθούσε παντού σ’ όλα τα δωμάτια και σ’ όλα τα οικήματα. Μόνο ο διάδρομος όπου ήταν εγκαταστημένο το γραφείο του Προτύπου έδειχνε κάποια διαφορά. Οι δασκάλες εκεί κάτω είχαν περισσότερο γούστο και καθαριότητα. Αλλά τίποτε το εξαιρετικό κ’ εκεί.

Αλλά η αθλιότητα περνούσε κάθε όριο στο οίκημα του οικοτροφείου και στα παραρτήματα. Ένα ετοιμόρροπο σπίτι ήταν το οικοτροφείο, κ’ εν’ άλλο ισόγειο παράρτημα. Τα δωματάκια ήταν παλιά και στραβά. Μικρά κρεβατάκια στριμωγμένα το ένα κοντά στ’ άλλο, απεριποίητα, ακατάστατα. Καμιά περιποίηση, κανένα στολίδι, καμιά ομορφιά δεν έδειχνε πως κατοικούσαν κορίτσια εκεί. Δεν ήταν μόνο η κατάσταση η θλιβερή του οικήματος που παρουσίαζε το θέαμα αυτό. Αλλά ήταν η έλλειψη κάθε γούστου, κάθε ψυχής από τα παιδιά αυτά, που ήρθαν από τα χωριά εδώ μεταφέροντας την αθλιότητα της ζωής των και ίσως – ίσως ξεχνώντας τα φυσικά προτερήματά τους αν τυχόν πρωτύτερα είχαν απ’ αυτά. Η έλλειψη επιστασίας, η έλλειψη αγωγής στο Σχολειό τούτο – αυτό ήταν που έκαμνε τη θλιβερότερη εντύπωση.

Από υγιεινή άποψη τα δωμάτια ήταν εγκληματικά. Κυρίως στο παράρτημα. Ρυπαρά, σκοτεινά, χωρίς αερισμό. Δίπλα βρωμούσαν αποχωρητήρια. Ήτανε τέτοια που έπρεπε να επέμβει ο σχολικός ιατρός, ο επιθεωρητής, το Κράτος. Ήταν δημόσιος κίνδυνος. Κι όμως επαινούσαν το Διευθυντή που εξοικονόμησε κατοικία σε φτωχές μαθήτριες! Όσο για το φαγητό τι να πει κανείς; Έτρωγαν ένα πιάτο κάθε φορά, φαγί μαγειρεμένο σ’ ένα βρωμερό μαγειρείο, μαζεμένα τα 40 περίπου κορίτσια του οικοτροφείου σ’ ένα εστιατόριο που ούτε για στάβλο δε θα τον επέτρεπε κανείς. Η στέγη του ήταν χαμηλή και βουλιαγμένη κ’ οι τοίχοι ρυπαροί και αστόλιστοι. Αλλά αρκεί να σκεφθεί κανείς πως για τη διατροφή τους τα παιδιά αυτά ξόδευαν 300 δραχμές το μήνα, για να καταλάβει πως ετρέφονταν. Είχαν όμως και μια τρύπα που τη χρησιμοποιούσαν για το μπάνιο τους. Τα υποχρέωναν να πλένουν το σώμα τους μια φορά τη δεκαπενθημερία, πράγματι όμως περνούσαν και μήνες χωρίς μερικά να πλυθούν.

Το οίκημα ήταν άλλοτε βουλγαρικό παρθεναγωγείο. Λειτουργούσε μέσα, φαίνεται, και οικοτροφείο, γιατί το μέρος όπου σήμερα είναι το μαγειρείο και η τραπεζαρία σώζονται ακόμα ελάχιστες από τις βουλγαρικές εγκαταστάσεις. Από τότε όμως όλα είχανε ρημάξει. Φαίνεται πως ο Καραχρίστος φρόντισε για αρκετά πράγματα, αλλά η έλλειψη των οικονομικών μέσων και η έλλειψη καλαισθησίας και εφευρετικότητας δεν επέτρεψε να γίνει τίποτε το ξεχωριστό. Υπήρχε στην αυλή κ’ ένα κομμάτι κήπου και μερικά δέντρα και λίγες γλάστρες των παιδιών του Προτύπου με λουλούδια. Όλα όμως αυτά μίζερα, περιφρονημένα, παραπεταμένα. Η ζωή του Σχολειού δεν ήταν αυτού. Το κέντρο και το βάρος ήταν όπως και σ’ όλα τα ελληνικά Σχολειά αλλού: Στην κενή γνώση, στο γράμμα, στο θρανίο, στην αποστήθιση, στο βαθμό. Από ζωή, από χαρά, από δημιουργία, από πρωτοτυπία δεν κατόρθωνα να βρω κουκούτσι πουθενά.