Σχολείο και ζωή – 8.Οι σχέσεις των δασκάλων με τα παιδιά

Εκπαιδευτική εκδρομή του Διδασκαλείου Θηλέων Θεσσαλονίκης στη Φλώρινα και στην Έδεσσα από 14 μέχρι 18 Μαϊου 1930.

Σχολείο και ζωή – 8.Οι σχέσεις των δασκάλων με τα παιδιά

του Μίλτου Κουντουρά

Παντού και πάντα η σχέση του δασκάλου με το παιδί είναι ένα από τα σπουδαιότερα μέσα αγωγής καλής ή κακής. Η σχέση αυτή έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, όταν δάσκαλος και παιδί ανήκουν σε διαφορετικό φύλο, κι ακόμα πιο σοβαρό είναι όταν ο δάσκαλος είναι νέος άντρας και το παιδί έφηβο κορίτσι. Τότε η προσοχή και η παρακολούθηση της σχέσης αυτής από τη Διεύθυνση επιβάλλεται κατά τον ίδιο και μεγαλύτερο ίσως λόγο που επιβάλλεται η παρακολούθηση της οποιασδήποτε άλλης εργασίας του δασκάλου στο Σχολειό και του παιδιού σε κάθε του πνευματική και ψυχική εξέλιξη.

Σ’ ένα Σχολειό όπως το δικό μας είναι φυσικό η σχέση αυτή εκτός από την ανωτέρω παιδαγωγική αρχή να προκαλεί και την κοινή περιέργεια. Γι’ αυτό κάθε νέος δάσκαλος απαντά το μειδίαμα στα χείλια του ομιλητή του που τον ερωτά πού διδάσκει. Σε νέα κορίτσια! Το μειδίαμα αυτό υπονοεί πολλά. Δείχνει πρώτα – πρώτα την κατάσταση την κοινωνική μας, το ξίπασμά μας και την κακόβουλη σκέψη μας σχετικά με τη γυναίκα, την έλλειψη πολιτισμού και την έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μας και στους άλλους. Αυτά σχετικά με την τρέχουσα αντίληψη και την επιπόλαιη κρίση. Όμως θα δούμε τί σχέση έχει και με τα πράγματα.

Μιλάνε συχνά για το ζήτημα της συνδιαπαιδαγώγησης (koedukation). Και τρομάζουν όλοι αυτοί οι ηθικολόγοι για το πλησίασμα του εφήβου προς τον έφηβο. Νομίζω πως την καλύτερη απάντηση και σχεδόν τη λύση του ζητήματος την άκουσα από τον Geheeb, όταν κάποτε στην Odenwaldschule τονε ρωτούσα για το πρόβλημα αυτό: Τί κάνετε αν τυχόν ερωτευθούν τα παιδιά μεταξύ τους; – Das ist gewünscht! (Αυτό είναι επιθυμητό!) μού απάντησε αμέσως. Και φυσικά. Είναι ωραίο δυό έφηβοι να ερωτευθούν μεταξύ τους. Και αν αυτό γίνει μέσα σε μια ιδανική πολιτεία παιδιών, όπου ο σεβασμός του ενός προς τον άλλο και προς τον εαυτό του είναι δόγμα, αρχή και θεμέλιο της κοινωνίας αυτής, τί ομορφότερο ένας εφηβικός, ωραίος, ιδανικός, ρομαντικός, προτρεπτικός και δημιουργικός έρωτας; Τί ωραιότερη ανάμνηση για την κατόπι, για την όλη ζωή του ανθρώπου, αν η τρυφερότατη αυτή ιστορία ξετυλιχτεί κάτω από τους ωραίους νόμους που αυτή η ίδια ηλικία έθεσε στην πολιτεία της και που τους φυλάγει πολύ ειλικρινέστερα και γενναιότερα απ’ ότι τους νόμους της φυλάγει η Κοινωνία των μεγάλων και των διεφθαρμένων; Ή τάχα, τον σώζεις τον έφηβο τη στιγμή που τον απομακρύνεις από το αγνό κορίτσι μιας τέτοιας πολιτείας παιδικής και τον αφήνεις κατόπι έρμαιο στα χίλια δηλητηριασμένα θηλυκά γόητρα που προσφέρει απ’ έξω η κοινωνία των μεγάλων;

Μιλάνε για τη διαφθορά του σημερινού εφήβου και τον κατηγορούνε για ασέλγεια, για κομμουνισμό, για ιταμότητα, για αμέλεια και για χίλια δυό άλλα. Μπροστά του μιλάμε εναντίον όλων των αρχηγών μας και ύστερα ζητάμε από την ηλικία αυτή, την εξόχως επαναστατική να είναι πειθαρχική. Βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι σ’ εποχή παρακμής Αξιών. Πώς θέλουμε ο έφηβος να έχει τις δικές μας Αξίες; Αλλά η ηλικία αυτή είναι η ηλικία των Αξιών και των προβλημάτων. Πώς θέλουμε να είν’ επιμελής και να έχει ενδιαφέρον για τα μαθήματα, όταν δε βρούμε τον τρόπο τα μαθήματα αυτά να τα στηρίξουμε πάνω στις αναζητούμενες αξίες, χωρίς να τα κάνουμε προβλήματα των ατομικών ερευνών του; Ο νέος λόγω του αόριστου και χαώδους φυσιολογικού γενετικού αισθήματος γίνεται ηφαίστειο αόριστων πόθων• θα διοχετευθεί στα πρώτα καλούπια που θα του προσφέρεις. Το Σχολειό δεν προσφέρει τίποτε. Το σπίτι γκρίνια. Η κοινωνία διαφθορά. Κι όμως το Σχολειό μπορούσε να προσφέρει ανάλογες παιδαγωγούσες κατευθύνσεις στην ορμητική αυτή έκρηξη των νιάτων. Μπορούσε ανάλογες θεραπείες να εύρει στις απαιτήσεις της φύσης του. Στη δίψα της δημιουργικότητας και των προβλημάτων μπορούσε να προσφέρει το μάθημα και την Τέχνη με ανάλογη επιδεξιότητα, στην πολιτική ορμή την κοινωνική ζωή του Σχολειού πλέρια και ιδανικά αναπτυγμένη πάνω στην αρετή, στην ιταμότητα το θάρρος της γνώμης του και τον τρόπο να τη διατυπώσει, στην ασέλγεια της κοινωνίας, το σχολικό έρωτα της συνδιαπαιδαγωγούμενης εφηβικής ηλικίας. Όπως το παιγνίδι είναι μια ωραία, ιδεώδης παιδική εργασία ανάλογη με τη φύση του παιδιού, έτσι σύμφωνη με τη φύση του εφήβου, είναι η κοινωνική και πνευματική ζωή του Σχολειού αν γίνεται μελετημένα πάνω στη Φύση και πάνω στην Κοινωνία. Το Σχολειό είναι καθρέφτης της Κοινωνίας, αλλά ο ιδανικός καθρέφτης. Φέρε την Κοινωνία στο Σχολειό και θα τη δεις να πάρει την ιδανική της μορφή γιατί έχει να κάνει με μια ορισμένη ηλικία. Ο έφηβος που εισχωρεί πρόωρα στη ζωή την κοινωνική διαφθείρεται και διαφθείρει. Γιατί το κάθε τι το βλέπει με άλλο μάτι και επομένως φέρνει σύγχυση στη ζωή της μεγάλης ηλικίας, όπως επίσης κι αυτός επηρεαζόμενος καταστρέφει την ωραία ατομικότητά του. Το Σχολειό μονάχα όταν γίνει κοινωνική ζωή και μάλιστα καθρέφτης τής έξω, θα φθάσει και στον προορισμό του και στην ανάπτυξή του και θ’ αποχτήσει δικό του χαραχτήρα ατομικό, θα γίνει όμοιο και όμως πόσο αντίθετο από την έξω κοινωνία! Όπως ακριβώς το παιγνίδι του παιδιού είναι καθρέφτης, όμοιο και όμως πόσο διάφορο από την εργασία του μεγάλου! Είναι η εξιδανίκευση της εργασίας, είναι η ετοιμασία του μέλλοντος σωστού ανθρώπου. Έτσι και ο έφηβος αν του προσφερθεί το Σχολειό – Ζωή, θα ζήσει σύμφωνα με τη φύση του εντατικά, δημιουργικά – μια ιδανική προετοιμασία για την κατοπινή ζωή του!

Κατηγοράνε τα παιδιά των Γυμνασίων πως δε μαθαίνουν γράμματα, πως είναι ανυπάκουα, πως είναι διεφθαρμένα, πως είναι κομμουνιστές. Εγώ λέω: αλίμονο αν δεν ήταν όλ’ αυτά την εποχή που περνάμε και τα μέσα που διαθέτουμε για τα παιδιά αυτά• θα ήταν αρρωστιάρικες μούμιες και δυσκίνητα γεροντικά ή ζωώδη μυαλά, αν τα παιδιά αυτά μάθαιναν μόνο ό,τι και όπως τα προσφέρνει το σημερινό Γυμνάσιο. Και κοιτάξτε πόσα τέτοια παιδιά επιμελή, φρόνιμα, υπάκουα κτλ. πέφτουν θύμα μεθαύριο όταν βγουν στη ζωή. Και όμως δεν είναι φυσικό και δεν πρέπει να υπάρχει η αντίφαση αυτή στο Σχολειό. Το Σχολειό πρέπει να βρεθεί τρόπος να γένει τέτοιο ώστε κείνος που πετυχαίνει εκεί να πετυχαίνει κατόπι και στην Κοινωνία. Μόνο όταν εκλείψει η αντίφαση αυτή τότε μόνο θα μπορέσει κανείς να πει πως το Σχολειό εκτελεί τον προορισμό του. Κι αυτό θα γίνει όταν δοθεί ανάλογη προσοχή στο Σχολειό και στο παιδί όση δίνεται στην Κοινωνία, στο Κράτος, στους μεγάλους παράγοντες της εξωσχολικής ζωής, όταν το Σχολειό και οι εντός του ηλικίες αποχτήσουν ανάλογο και ίσο βάρος για τη ζωή όσο και οι μεγάλες ηλικίες, όταν το Σχολειό και το Παιδί αποχτήσουν ίσα δικαιώματα με τους μεγάλους στη Ζωή και αποχτήσουν πλέρια ατομικότητα. Κοιτάχτε όμως τι συμβαίνει: Η Κοινωνία, το Κράτος, το χρήμα είναι για τους μεγάλους μονάχα. Μια πόλη χτίζεται, γεμίζει σπίτια, κέντρα αναψυχής, καφενεία κτλ. όλα για τους μεγάλους. Ένας κήπος, ένα σχολειό, γυμναστήρια, θέατρα κτλ. δε γίνονται για τα παιδιά. Το Κράτος δε φροντίζει. Η Κοινωνία δε μεριμνά. Το σπίτι αποκοιμάται .Μέσα σε κάθε σπίτι τα παιδιά συνήθως υπερτερούν σε αριθμό τους γονιούς. Όμως παρακολουθήσετε τι γίνεται και τι λέγεται εκεί μέσα. Όλα για τους μεγάλους, Πότε έγινε λόγος για την κοινωνία των μικρών σοβαρός; Εκεί μιλάνε για πολιτική, για εκλογές, για πλούσιους, για τα χτήματα, για σκάνδαλα και τα όμοια. Πότε έγινε σοβαρός λόγος με κέντρο τη ζωή του παιδιού; Για την κοινωνία που ζει, για τους αρχηγούς της, για τα συμφέροντά της, για τις εργασίες της, για τους πόθους της, για τους έρωτές της, για τις πολιτικές κατευθύνσεις, για τις εκλογές της; Πότε μίλησαν οι εφημερίδες σοβαρά γι’ αυτά, πού είναι οι εφημερίδες, ανάλογες σε αριθμό με τις άλλες; Ή πού είναι η οργάνωση της ζωής της ηλικίας αυτής από το Κράτος και τους δασκάλους; Και όμως υπάρχει τρόπος, και θα γίνει κάποτε, η ζωή αυτή των παιδιών να γίνει μεγάλη και ισότιμη με τη ζωή των μεγάλων, ισότιμη σε σεβασμό και ισότιμη σε δικαιώματα. Κέντρο του σπιτιού δε θα είναι τα δικαιώματα του πατέρα και της μάνας μονάχα, αλλά ισόβαρο κέντρο θα γίνουν και τα δικαιώματα του παιδιού. Και τότε, μόνο τότε, το παιδί θα ενδιαφερθεί για το Σχολειό, για το μάθημα, για τη δημιουργία με τον ίδιο φανατισμό που ο μικρός ενδιαφέρεται για το γλυκό και το παιγνίδι κι ο μεγάλος για την Κοινωνία και το Κράτος, για το κέρδος της δουλειάς του και για την προαγωγή της εργασίας του.

Έτσι και ο δάσκαλος δε μπορεί να κατανοήσει τις ανάγκες της παιδικής ηλικίας και να αρμονίσει σύμφωνα μ’ αυτές τη ζωή και το φέρσιμό του στο Σχολειό. Συμπεριφέρεται απολυταρχικά, όπως το σπίτι και η Κοινωνία. Η παράδοση και η φόρμα δεν τον αφήνει να δει από μια νέα εντελώς αλλιώτικη όψη τη ζωή και να μεταβάλει τους τρόπους και τη ψυχοσύνθεσή του. Χιλιάδες χρόνια βαραίνουν επάνω μας. Το παιδί είναι ο πνευματικός προλετάριος της εποχής μας. Ο καταδικασμένος να περιβληθεί κι αυτός το ίδιο πνευματικό και ψυχικό ρούχο των πατέρων του. Χίλια δεσμά τού εμποδίζουν την ελεύθερη κίνηση, την πραγματική ζωή του, τη δημιουργική του εξέλιξη. Το παιδί αναγκάζεται συχνότατα να γίνει μικρομέγαλο, ενώ σωστότερο θα ήταν ο μεγάλος να γίνει μεγαλόμικρος. Έτσι μορφώθηκε ο δάσκαλος ως πολίτης, έτσι μορφώθηκε και ως δάσκαλος. Επιβάλλει αξίες. Τις αξίες, τις συνήθειες, τη θέληση των μεγάλων. Και όχι μόνο σε μας τους καθυστερημένους εκπολιτιστικά και κοινωνικά, αλλά και στην πιο πολιτισμένη Ευρώπη το ίδιο γίνεται. Στη Γερμανία και παντού αλλού τεράστιος θόρυβος γίνεται ανάμεσα στους παιδαγωγούς για τη μόρφωση των δασκάλων. Πώς πρέπει να μορφώνεται ο δάσκαλος, ώστε να επιδρά πάνω στο παιδί; Επομένως ποια μόρφωση πρέπει να λάβουν τα νιάτα; Και ακόμα: τί είναι μόρφωση; Όλ’ αυτά από τη δικιά μας άποψη, την άποψη των παραδόσεων, επομένως της πείρας των πολιτειών, των σοφών, των γέρων. Αλλά δίπλα σ’ αυτά υπάρχει και η μόρφωση και οι αξίες και ο πολιτισμός των νιάτων, υπάρχει η ζωή τους, υπάρχουν τα δικαιώματά τους στη ζωή, που αυτά δε μπορούν οι μεγάλοι και η σοφία των αιώνων να τα προδικάσει και να τ’ αποφασίσει. Ο σωστός δάσκαλος πλάι στη μόρφωση που θα μάθει τη γενική, πρέπει να εκπαιδευθεί ειδικά και για τη μόρφωση και τη ζωή της ηλικίας που μαζί της θα ζήσει. Στην ηλικία αυτή δε θα επιβάλει, αλλά θα αρυσθεί, θ’ αντλήσει απ’ αυτή αρετές και αξίες. Δουλειά του θα είναι ν’ αποκαθαίρει την ηλικία αυτή από τις κακίες και τις επιρροές των μεγάλων. Έπειτα να επιστρέψει αυτός προς τους μικρούς και όχι να ζητά τους μικρούς να ζήσουν αποστηθισμένα και κενά αποφθέγματα. Αν δε μπορεί να επανέλθει, πρέπει να μείνει θεατής μονάχα, δούλος μιας κατάστασης ωραίας και όχι αφέντης φεουδάρχης. Η ζωή του Σχολειού ανήκει στο παιδί, όχι στους μεγάλους. Ό,τι κακό υπάρχει εκεί, οφείλεται στους μεγάλους. Το καλό μένει κατατυραννισμένο και κατάκλειστο στις ψυχές των παιδιών. Αυτό το καλό πρέπει να βοηθήσει ο δάσκαλος να βγει στο φως για να κυβερνήσει τη νεαρή αυτή ηλικία με την ξεχωριστή ωραία δημιουργική ατομικότητα. Πρώτος σκοπός του Σχολειού θα είναι η ζωή του παιδιού στο παρόν και στο ξετύλιγμά της, στο ξετυλιγόμενο παρόν. Ύστερος σκοπός έρχεται η ετοιμασία του για το μέλλον. Και το μέλλον αυτό τότε μόνο θα είναι καλό όταν και το παρόν αφεθεί ελεύθερο στην πραγματική φύση και ζωή του. Αλλ’ έως τώρα ακόμα πουθενά δεν έγινε κάτι σωστό. Η ζωή της μικρής ηλικίας και ο πολιτισμός της, δηλαδή οι σχέσεις αναμεταξύ των παιδιών και αναμεταξύ των ξεχωριστών αυτών κοινωνιών (παιδικών, εφηβικών, μεγάλων, γέρων) δεν έχουν μελετηθεί. Μερικοί τολμηροί επαναστάτες είπαν λίγα πράγματα. Όμως πίσω ακόμη είναι το υλικό. Αρκετά έκαμε, αλλά μονομερώς, η Ψυχολογία. Η παιδική κοινωνιολογία, ηθική, πολιτισμός, ζωή κτλ. είναι ακόμη στα σπάργανα. Το Σχολειό Εργασίας, η Κοινότητα, οι σύλλογοι των Sport, η Jugendbewegung (το κίνημα της νεολαίας), παρ’ όλη τη μονομέρεια, όμως προσφέρουν και θα προσφέρουν πολλά στην απελευθέρωση του νεαρού πνευματικού αυτού προλεταριάτου. Όταν θα καθορισθεί και θα ενασκηθεί ο πολιτισμός αυτός των νιάτων – όχι φυσικά εντελώς όπως τον οραματίστηκε ο Wyneken – τότε θα δει η Ανθρωπότητα τί πράγματι αξίζει η μικρή ηλικία και τότε η Ανθρωπότητα αυτή θα γνωρίσει και νέους ορίζοντες, διαφορετικότερους απ’ αυτούς που μια φορά έζησε και μας κληρονόμησε έπειτα για αιώνιο μαρτύριο η μεγάλη Αρχαιότητα!

Η ιστορία της καταπολέμησης από το Κράτος του Κομμουνισμού στο Σχολειό είναι θλιβερότατη. Παιδιά αποβλήθηκαν από τα Γυμνάσια, αντί να προσεχτούν, να τονωθούν, να βαλθούν σε κατευθύνσεις. Είναι θλιβερό το πόσο η Πολιτεία στέκεται μακριά από τη φροντίδα και τα προβλήματα των Νιάτων μας. Αποβάλλει τα παιδιά για να τα εκφοβήσει τάχα, αντί να τους δώσει τους διοχετευτικούς σωλήνες σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ηλικίας των, ή το πολύ αντί ν’ αποβάλει ή να μεταθέσει τους ανίκανους δασκάλους των ή να τους μορφώσει για να ξέρουν σωστά να εκτελέσουν την εργασία τους. Τα παιδιά των Γυμνασίων βρίσκονται στην εποχή της μελέτης των προβλημάτων της ζωής. Το Σχολειό δεν προσφέρει τίποτε ή και αν προσφέρει το κάμνει εντελώς ξηρά, απολυταρχικά και αψυχολόγητα, ώστε αντί να παρασύρει, απεναντίας απομακρύνει από τις προθέσεις του τα παιδιά. Εξ άλλου η Κοινωνία άνετα, γοητευτικά και χωρίς τυπικά ηθικά παραγγέλματα, απεναντίας σύμφωνα με τη φύση του εφήβου προσφέρει την επαναστατικότητά της. Ο έφηβος είναι φυσικό να τραβηχθεί προς τα εκεί. Και γίνεται επαναστάτης, γίνεται κομμουνιστής. Αυτό από μιας απόψεως είναι καλό, γιατί δίνει κίνηση στη λιμνάζουσα σχολική ζωή του εφήβου, αφ’ ετέρου όμως είναι βλαβερό και ίσως θλιβερό γιατί δείχνει την ανικανότητα του εφήβου μας προς ανεξαρτησία και ατομική αυτοδημιουργία. Μόνο κατά τούτο είναι κακό ο παρατηρούμενος κομμουνισμός στους νέους. Ότι φανερώνει έλλειψη αυτενέργειας των Νιάτων μας, έλλειψη πραγματικής δημιουργικής ψυχής. Είναι επιπόλαια μίμηση των μεγάλων. Δεν είναι δημιουργική εξέλιξη. Ο πραγματικός νέος, ο φυσιολογικά και ωραία εξελισσόμενος έφηβος δε μιμείται τυφλά. Αλλά το κάθε τι τού γεννά δημιουργική αντίδραση. Ο έφηβος του Σχολειού που γίνεται κομμουνιστής διαφθείρει και διαφθείρεται ψυχικά. Νύξεις μόνο θα μπορούσε να πάρει για να δημιουργήσει μόνος του δικούς του κόσμους, δικό του κομμουνισμό, δικό του πολιτισμό. Όχι να γίνει τυφλό κοπέλι και παπαγαλιστής ανόητος και επιπόλαιος της θελήσεως των μεγάλων. Το Σχολειό του, η ζωή του, δεν είναι τουτ’ αυτό η Κοινωνία, όπως η ψυχή του είναι κάτι διαφορετικό από την ψυχή των μεγάλων. Το Σχολειό είναι καθρέφτης, είναι τέχνη (αντιγραφή υποκειμενική της ζωής), δεν είναι αυτή η Κοινωνία και η εξωσχολική, η εξωεφηβική ζωή. Η πραγματική φύση του εφήβου δεν είναι ν’ αντιγράφει ραγιαδιστικά οτιδήποτε. Είναι να κεντιέται, ν’ αντιδρά, να επαναστατεί και να ορμά προς δικές του έστω και ουτοπιστικές δημιουργικές προσπάθειες. Έφηβος που τυφλά γίνεται όργανο κομμουνισμού δε διαφέρει πολύ από τον έφηβο που γίνεται τυφλό όργανο παλιών και σάπιων ιδανικών. Φυσικά και οι δυό διαφέρουν από τον αρρωστιάρικο στείρο τύπο και ο πρώτος (κομμουνιστής) είναι προτιμότερος από το δεύτερο (συντηρητικό). Όμως εκείνος μόνο ο έφηβος έχει πραγματική αξία που σύμφωνα και παράλληλα προς την κοινωνική δράση δημιουργεί το δικό του εφηβικό περιβάλλον. Την τέχνη, την ηθική, την πολιτική, τη δική του, την εφηβική τάξη και ζωή.

Στη ζωή αυτή του εφήβου το Σχολειό, επομένως ο δάσκαλος μπορεί να παίξει σπουδαιότατο ρόλο. Και ο ρόλος αυτός του δασκάλου διαγράφεται καθαρά από τα παραπάνω. Δε θα είναι ο «αυτός έφα» στη ζωή του παιδιού. Θα προσπαθήσει να κερδίσει βέβαια την αγάπη και την εμπιστοσύνη του, θα προσπαθήσει να του γίνει φίλος, αλλά όχι ποτέ να του επιβληθεί με καλό ή κακό. Φυσικά η αυστηρή επιβολή απορρίπτεται απολύτως. Αλλά και τυφλή αφοσίωση είναι εξίσου επιζήμια. Ο δάσκαλος θα κατεβεί από την ψυχολογία του μεγάλου και θα προσπαθήσει να μπει στην εφηβική ψυχή. Θα προσπαθήσει να καταλάβει την ηλικία αυτή, ή αν του είναι αδύνατο, απλώς θα μείνει σε μια ευμενή ουδετερότητα. Τίποτε δε θα του απαγορεύσει ή δε θα του επιβάλει αυτοκρατορικά. Στην προεφηβική εποχή του υπερπλεονασμού δύναμης και εργατικότητας θα του προσφέρει ανάλογη εργασία, στην περίοδο της αρνητικής φάσης θα είναι μαλακός, υποχωρητικός και υπομονετικός, στην περίοδο της σεξουαλικής εμφάνισης θα του διοχετεύσει την ενέργεια και την επαναστατικότητα σε ανάλογα ενδιαφέροντα. Θα του δώσει χώρο δράσης και σκέψης, αντί να του φέρει μάταιες αντιδράσεις. Θα του ετοιμάσει περιβάλλον από τολμηρές αρετές για να βρει την ευκαιρία ο έφηβος να ενασκήσει εκεί την ορμητικότητα και τις διάφορες άλλες ψυχικές καταστάσεις και απαιτήσεις του.

Αλλά τι γίνεται με τα κορίτσια; Ας επανέλθουμε σ’ αυτά. Αυτά περνάνε περίπου τις εξής περίοδες. Στην προεφηβική τους ηλικία (10 – 11 – 12 ετών) παρατηρείται μια διανοητική εποχή και ακμή. Κατόπι έρχεται, μεταξύ 11 και 13 ετών η αρνητική φάση που προμηνύει την εμμηνόρροια. Χαραχτηριστικά τής εποχής αυτής είναι η στειρότητα παραγωγής, η απομόνωση, η απαρέσκεια για κάθε τι. Χαραχτηριστική έκφραση της εποχής αυτής είναι: «Είμαι τόσο λυπημένη μα δεν ξέρω γιατί». Ύστερα ακολουθεί η λαχτάρα προς συμπλήρωση, όπου αόριστα το θηλυκό ζητά το άρρεν. Τυπική φράση: «Θέλω κάτι και δεν ξέρω τί». Τότε εμφανίζονται τα φλερτ και τα διάφορα παθιάσματα (ίσαμε τα 16). Κατόπι εκδηλώνονται οι φυσικές στεναχώριες του σεξουαλισμού. Τότε όμως ξαναπαρουσιάζονται τα διανοητικά ενδιαφέροντα, τα οποία όμως έντονα επηρεάζονται από τα συναισθηματικά.

Στ’ αγόρια η εξέλιξη δεν είναι τόσο τυπική και ενιαία. Προχωρεί αργότερα, διαρκεί περισσότερο και διαφοροποιείται από τη συμμετοχή σε αντικειμενικά ενδιαφέροντα και ποτέ δε λείπει η κατάσταση αυτή. Κυρίως από τα 13 – 16 υπερτερεί η τοποθέτηση σε πραγματικά γεγονότα, λαμβάνουν στάση δηλαδή σε συμβάντα και σε κοσμοθεωρίες. Κατόπι μόνο αρχίζει η δυνατή είσοδο των σεξουαλιστικών και ερωτικών παραγόντων.

Η κύρια διαφορά αγοριού και κοριτσιού (κατά τη Ch. Bühler) έγκειται σε τούτο ότι το κορίτσι ζει την εφηβική του εξέλιξη σε μια ηλικία που για προβλήματα πολιτισμού ακόμα δεν είναι ώριμο (13 ετών), ενώ στο αγόρι το σεξουαλιστικό πρόβλημα συνδέεται συγχρόνως με τα νέα εμφανιζόμενα ζητήματα του επαγγέλματός του και των διάφορων κοσμοθεωριών (κοινωνικών αξιών κτλ. ηλικία 14 – 15 ετών). Αυτό όμως, μού φαίνεται, έχει γενεσιακή αφόρμηση και εξήγηση. Γιατί το κορίτσι από λόγους αταβιστικούς – γενεσιολογικούς ενδιαφέρεται κυρίως μόνο για τη μητρότητα και γύρω σ’ αυτή περιορίζεται το όλο πρόβλημά του, ενώ το αγόρι ως άνδρας έχει συνυφασμένη με την εποχή αυτή της ανάπτυξής του και τα προβλήματα του επαγγέλματος, των αξιών της ζωής, του κόσμου, της διακυβέρνησης της ζωής, της επικράτησης κτλ. Για το λόγο τούτο για έναν παιδαγωγό η αποκλειστική διαπαιδαγώγηση και παρακολούθηση μόνο κοριτσιών έχει κάτι το περιορισμένο και άχαρι, γιατί γύρω σ’ ένα σημείο στρέφεται το όλο πρόβλημα (γύρω στο σεξουαλισμό και τη μητρότητα), ενώ η παρακολούθηση και διαπαιδαγώγηση των αγοριών έχει ευρύτατο πεδίο μελετών και έρευνας γιατί εκεί, πλην του σεξουαλισμού – ερωτισμού, παρουσιάζονται τα εξόχως ενδιαφέροντα θέματα του επαγγέλματος, του μέλλοντος, των κοσμοθεωριών, της μελέτης της ζωής, της πλατειάς εμβάθυνσης και γενικά της ωραίας επαναστατικότητας και της ωραιότερης δημιουργίας. Ακόμα χειρότερα συμβαίνει σ’ ένα διδασκαλείο κοριτσιών. Γιατί εδώ είναι σα χαμένες προσπάθειες και προσωρινές απασχολήσεις. Το κορίτσι δηλαδή ετοιμάζεται για ένα επάγγελμα προσωρινό που λίγα χρόνια θα εξασκήσει, και που ποτέ δε θα το πάρει κατάκαρδα ως κύριο σκοπό και μοναδικό ιδανικό της ζωής του, αφού ο κύριος σκοπός και το μεγάλο ιδανικό του θα είναι το κυνήγημα του άνδρα – συζύγου, η καλή αποκατάσταση και η μητρότητα. Το μόνο μεγάλο ενδιαφέρον μπορεί να περιορισθεί στην οικιακή οικονομία και στην επιστημονική ανατροφή μικρών παιδιών. Γι’ αυτό ίσως και τα διδασκαλεία των κοριτσιών πρέπει να έχουν μάλλον χαραχτήρα νηπιαγωγείων. Έτσι, μού φαίνεται, εξηγείται το ότι ενώ με την είσοδο της ήβης τ’ αγόρι αρχίζει να ωριμάζει και για ευρύτερα πνευματικά και ψυχικά ενδιαφέροντα (επάγγελμα – κοσμοθεωρίες- αξίες), το κορίτσι παρά την αρχή της σωματικής ωρίμανσης, μένει ανώριμο ακόμα για τα πνευματικότερα και ευρύτερα αυτά ψυχικά επίπεδα.

Σύμφωνα με ολ’ αυτά τα παραπάνω πρέπει μεγάλη σημασία και προσοχή να δοθεί στο φέρσιμο και στις σχέσεις των δασκάλων προς τα παιδιά και μάλιστα των νέων δασκάλων προς τα κορίτσια. Το κορίτσι βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο της ζωής του κι ό,τι κάνει κι όπως φέρνεται είναι συχνότατα συνέπεια μιας φυσιολογικής του εξέλιξης. Τη φυσιολογική αυτή κατάσταση πρέπει όχι μόνο να μη διαφθείρει ο δάσκαλος, αν είναι πράγματι παιδαγωγός, αλλ’ απεναντίας να χρησιμοποιήσει κατάλληλα για την πνευματική, ηθική και ψυχική προαγωγή του τροφίμου. Στην εποχή της πνευματικής ρώμης του παιδιού, ο δάσκαλος θα προσφέρει ανάλογο και γερό υλικό και δεν πρέπει να ματαιοπονήσει ή να δυσκολέψει το παιδί στην αρνητική του φάση, οπότε μπορεί να του προκληθούν παντοτινές αντιπάθειες ή ψυχικές καταστροφές. Ας είναι μαλακός και ας περιμένει. Θα έλθει με τη σειρά της και άλλη καλύτερη περίοδο. Ας μελετήσει τις αιτίες, ας μελετήσει το οικιακό και κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού και ας το βοηθήσει, ακόμα κι όταν δυστροπεί, στην κανονική και γόνιμη εξέλιξή του.

Αλλά το επικινδυνωδέστερο σημείο είναι οι φυλετικές σχέσεις δασκάλου νέου και εφήβου κοριτσιού κυρίως κατά την εποχή της λαχτάρας προς αναζήτηση. Ασυναισθήτως το κορίτσι τραβιέται προς τον άνδρα , όχι διότι συνειδητά έχει τάση διεφθαρμένου σεξουαλισμού, αλλά διότι ασύνειδη τραβιέται προς τον άνδρα. Μέσα του ακόμα δεν έχει συνειδητοποιηθεί η έλξη αυτή και για τούτο μπορεί να επαναστατήσει εάν ένας άνδρας του επιτεθεί, φοβάται, κλαίει, αισθάνεται ντροπή, παθαίνει νευρικές βλάβες. Το παιδί ζει σ’ ένα ρομαντισμό και σ’ ένα ακαθόριστο και νεφελώδη ποιητικό κόσμο λαχτάρας. Όχι μονάχα χειρονομία, αλλά και ένας ύπουλος και διφορούμενος λόγος και μια ματιά, μια υπονοούμενη κίνηση κτλ. μπορεί να ανοίξει επικίνδυνους δρόμους στην ψυχή και να καταστρέψει το ψυχικό μέλλον του. Ενώ απεναντίας ένα ανώτερο φέρσιμο του δασκάλου προς το κορίτσι μπορεί να προκαλέσει ενθουσιασμό και ψυχικές ευγενικές αφοσιώσεις που να επιδράσουν ευεργετικότατα και στην πρόοδο και στην ψυχική του διάπλαση. Εδώ έγκειται ο πλατωνικός ερωτισμός και η ευεργετική επίδραση του δασκάλου, εδώ έγκειται ο παιδαγωγών ερωτισμός. Αυτό γίνεται και μεταξύ ομοφύλων (δάσκαλος και αγόρι, δασκάλα και κορίτσι, έφηβος και μεγαλύτερος νέος φίλος, νεανικές φιλίες κτλ.), οπότε παρουσιάζονται οι μεγάλες παιδαγωγικές επιδράσεις και οι αφοσιωμένες φιλίες. Γι’ αυτό όχι μονάχα δεν απαγορεύονται οι στενές σχέσεις δασκάλου με ένα ή με κύκλο παιδιών, αλλά και επιβάλλονται ως πρώτης τάξεως παιδαγωγικά στοιχεία. Όμως χρειάζεται απόλυτη ηθική προσωπικότητα του δασκάλου, που σε κάθε στιγμή θα βρίσκει αφορμή να εκμεταλλευθεί εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά το πλησίασμα αυτό. Όχι κουβέντες, γλέντια και σαχλαμαρίσματα, όχι μυστικά μειδιάματα και υποδηλούμενα φλερταρίσματα, αλλά διαρκής συγκράτηση του δασκάλου απέναντι στο παιδί, διαρκής παιδαγωγούσα συμπεριφορά. Η παραμικρή όχι ενέργεια εξωτερική, αλλά και εσωτερική απόκρυφη κακή σκέψη του δασκάλου γίνεται αντιληπτή από το παιδί που αρχίζει έτσι να διαφθείρεται. Το κατρακύλισμα έρχεται γοργό και ο δάσκαλος – παιδαγωγός γίνεται ο διαφθορέας. Η τάχα εκτίμηση και αγάπη του παιδιού θα είναι φαινομενική. Σ’ έναν τέτοιο δάσκαλο το παιδί σωρεύει μέσα του περιφρόνηση που θα εκδηλωθεί αργότερα συνειδητά μέσα του.

Στο Διδασκαλείο παρατήρησα τέτοιες τάσεις σ’ ένα δυό δασκάλους. Αυτό δε μου έδειξε παρά την κατώτερη πνευματική και ηθική ποιότητά τους. Με τρόπο θα τους καταστήσω προσεχτικούς σε ιδιαίτερες ή σε κοινές συνομιλίες σχετικές. Και θα καταδιώξω αγρίως τους κακούς, ενώ απεναντίας τον παιδαγωγούντα ερωτισμό θα τον εξυμνήσω όπου πράγματι τονε δω να εκδηλωθεί ωραίος και ευεργετικός. Οι από μέρος των παιδιών παρεκτροπές ούτε θα με ανησυχήσουν ούτε θα μ’ εξαγριώσουν. Ούτε σε μια συνδιαπαιδαγώγηση θα παραξενευθώ από ένα παιδικό φλερτ ή έρωτα μεταξύ εφήβων μαθητών. Όμως τροφοδότηση του παιδικού σεξουαλισμού από αφορμή δασκάλου θα προκαλέσει άγρια αγανάχτησή μου και θα κυνηγήσω το διαφθορέα όσο μπορώ. Να γιατί την συνδιαπαιδαγώγηση εγώ θεωρώ ως πρόβλημα όχι εφήβου μαθητού προς έφηβο συμμαθήτριά του, αλλά πρόβλημα δασκάλου προς παιδί.